Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Ντυμμένες οι πλάνες αναπαύονται

Οι πλάνες μου δίχως αριθμούς ξαπλωμένες βρίσκονται σε ένα παλιό ντιβάνι
Τρίζουν το σπαθί τους σαν αμαζόνες στο ανοιγόκλειμα των ματιών μου
Γελούν σαν τον Νέρωνα βάζοντας φωτιές στα πόδια μου, στα κάδρα της μνήμης
που κόκκινα αναδύεται από το ανακάτεμα των βυθών
Μου αρέσει να βρίσκομαι κοντά στα στοιχειά των νερών
το μεγαλείο του φευγιού το πυρωμένο του ήλιου
ξανθές στάσεις του δρόμου και με απορία ντυμμένες
.....
Αυτός που δεν πλανήθηκε μοιάζει τίποτε να μην ξέρει
σαν φοβισμένος αλιγάτορας βρίσκεται ανάμεσα στους άλλους και φοβάται την ήττα του
....
Δεν φοβάμαι την ήττα, την νίκη φοβάμαι
....
Ο έρωτας που δοξάστηκε από όλους τους άλλους, περιμένει
κάπου κρύβεται μην κουραστεί,
Του φωνάζω
Η αιωνιότητα μια νύμφη θερμή
καταπίνει την φωνή μου επιταχύνοντας την πτώση μου στους βάρβαρους
.....
Τείχη ακλόνητα με σιωπή,
είπα στο πρώτο πτηνό της ημέρας, πέτα αν θες μακριά μου,
είπα στον βοσκό της νιότης μου, δώσε μου πίσω την δύναμη μιας συγνώμης,
πάρε από εμένα την τρωτή ένα κομμάτι από δέρμα,
δώστο σε αυτόν που κρυώνει κι αυτός που κλαίει σιγανά κάνε το κλάμα του κεραυνό.
.....
Όλες οι πλάνες μου ακίνητες
με κοιτάζουν με οίκτο,
δεν χρειάζομαι οίκτο μόνο ενθάρρυνση,
να συνεχίζω βουβά να μην ενοχλώ κανέναν άλλο εκτός της λάμψης των αστεριών των τρεμάμενων
....
Οφείλω στην ισχύ της αγάπης μου
να στρώσω δρόμους για τον Ολυμπο
κάπου εκεί ένας θεός ξεκουράζεται, αναπαύει τα μάτια του γιατί πολλά αυτά που έχει δει,
γιατί πολλά αυτά που πλήγωσαν την κοινή πλευρά του με τον άνθρωπο.
.....
Μην φοβηθείς να με δικάσεις
κάποιος από όλους μου τους εαυτούς θα καταλάβει την γνώμη σου,
θα φιλήσει τα κρύα μάτια σου και θα τα κάνει ζεστά ξανά,
μόνο αγνώμων μην με πείς στα ζητήματα της ομορφιάς,
αυτήν κυνήγησα κι έκαμα πλάνες αμέτρητες κρατώντας όμως την μεριά της ακλόνητη μέσα μου,
την θριάμβευσα κάνοντας τον εαυτό μου χιλιάδες κομμάτια,
προκλητικά τα στόλισα στον αέρα...

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Η ΠΑΝΩΡΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΘΩΣ ΧΑΘΗΚΕ

H γυναίκα της διπλανής στέγης στάθηκε δίπλα μου
ρωτώντας που πάνε για την θάλασσα κεντούσε τα βήματα της,
είχα ξεχάσει πως μπορούσα αυτό να το δω απλά παρακολουθώντας κάποιον να περπατά.
....
Ξεχασμένα λιμάνια ξεδίπλωναν παλμούς,
εισιτήρια σε πλοία κουρσάρων κίτρινα,
μα πιό κίτρινα τα μάτια τους που κοίταζαν εμένα καθώς πάλευα απεγνωσμένα με ένα εγώ που δεν έψαχνε κίνητρα.
....
( Που πας γυναίκα;) ρώτησα και άρχισαν να λυγάνε τα γόνατα μου.
....
(Θα πάω να παίξω την ζωή μου σήμερα), μου απάντησε κι έμεινα από ερωτήσεις.
.....
Την άλλη ημέρα έμαθα τον χαμό της,
την βρήκανε λέει μέσα σε χαμόμηλους με ματωμένα μάτια.
Την βρήκαν παιδιά που έπαιζαν σε έρημη αλάνα.
....
Κι ο ήλιος θεέ μου πως έλαμπε ανάμεσα στα μαλλιά της!
Θα έλεγες πως το δέρμα της είχε γίνει διάφανο,
κάτω από το δέρμα της οι φλέβες διάφανες,
ένα μακρύ χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της,
το στήθος της φιλοξενούσε μικρά πουλιά κόκκινα,
την φίλαγαν απαλά με την πλάνη τους,
πίστευαν πως ήταν δέντρο με τροφή.
....
Κι ενώ ξανά οι Κυκλάδες με κατέκλυζαν από την αρχή με έναν κρύο ιδρώτα,
χιλιάδες μαυροντυμμένες γυναίκες φάνηκαν στην άκρη του μικρού λόφου,
κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά ελιάς με κοίταξαν βαθιά και τρόμαξα,
είχα βλέπεις διακρίνει εκτός της λύπης τους  και την ιστορία της φυγής τους πολύ πριν..
.....
Πρόσφυγες μέσα σε έναν άθλιο κόσμο
μου δωσαν να κρατώ ένα παλιό βιβλίο,
το εξώφυλλο κοσμούσε η εικόνα της νεκρής γυναίκας...
.....
Και τότε μόλις ανακάλυψα πως νεκρή ήμουν ανάμεσα σε νεκρούς
κι ας κράταγα τόση όπως νόμιζα ζωή...

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

....

Αν ένας θάνατος μπορεί να αναδείξει πόσο νεκρό μοιάζει ένα τοπίο
χωρίς προσθέσεις αφαιρέσεις τεχνηέντως επεξεργασμένες.
Αν έδωσε απαντήσεις πέραν από αυτό που κείνη την στιγμή έμοιαζε ζωτικό.
Αν ένας έφηβος ξεδιπλώσει τα μάτια του κοιτάζοντας λεύτερα αργότερα σε αυτά που έφτιαξες.
Τότε η ζωή γίνεται ωραιότερη από αυτήν που φανταστήκαμε ως άνθρωποι.
Ίσως να ελπίσουμε πως μας αξίζει κι η ζωή,
αυτή που τόσο ελάχιστη μοιάζει χωμένη στην χοάνη της επιβίωσης,
τα ερωτήματα τα ελάχιστα τα αναπόφευκτα της σήψης.
Θα προστρέξουν πάνω στον τελευταίο ύπνο σου
με λυγισμένα τάχα πόδια, δάκρυα πέτρινα,
όλοι αυτοί θα είναι, που ποτέ δεν καταλάβαιναν τον πόθο σου για την αργή κίνηση,
την επιμονή της ώρας της πρωινής στην εμφάνιση της εικόνας που σε έτρεχε σαν δαίμονας,
όλοι αυτοί πάλι θα ναι που τώρα ξαφνικά όλα τα κατάλαβαν.
Γκρίζο το  σεντόνι της φυγής σου λιτό,
η πληρότητα της κατάκτησης αποδεικνύεται από την προσφορά,
η αιωνιότητα της ομορφιάς  δόθηκε,
πίσω από τα μάτια σου επιδόθηκα σε απολαύσεις ψυχικές,
ταξίδεψα,
πόνεσα,
ευτύχησα,
αναρωτήθηκα,
άλλαξα έστω για λίγο,
όσο κρατούσε μια σκηνή, ένα πλάνο, ένας άνθρωπος που κοιτούσε το βουνό και χόρευε σαν γενναίος.
Ανήκεις σε αυτούς που επιδρούν στον άλλο απλώνοντας τις αισθήσεις ,
δεν υπάρχει έργο δημιουργικό χωρίς την αντίληψη μέσα από αυτές.
Καπνίζω τσιγάρα σε τούτο το τοπίο το πνιγηρό μαγκωμένα,
λέω μέσα μου δεν ήταν αυτός ένας απλά ξαφνικός θάνατος.


Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

ΚΑΙΡΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ, ΑΤΡΩΤΟΣ;

O καπιταλισμός είναι αόρατος,
 πίσω από ψηλά κτίρια που κρύβουν τον ήλιο,
το χαμόγελο του Μαρξ στην μακρινή κουμμούνα του 1871 προκαλεί για άλλη ανάγνωση,
αναστάτωση στους δρόμους πικραμένη και κρυμμένη.
....
Σε ένα ξύλινο μπαρ την ανιχνεύω ακούγοντας jazz,
απορίες ψαλιδισμένες στο υστερόγραφο εκεί του Μπακούνιν
θεόρατος έστεκε πάνω από το Παρίσι
κοιτάζουν τώρα την ακίνητη μάζα
μοιάζει με κατσαρίδα μεθυσμένη από δηλητήρια.
....
Ο κόσμος δεν αναρωτιέται
τα άφησε όλα στους φιλόσοφους, αυτοί ανέλυαν τον κόσμο,
μα αυτός αδύνατον από αυτό να αλλάξει,
γέρνεις τώρα πάνω από τις μαβιές ειδήσεις.
....
Όλες οι ειδήσεις πένθιμοι χάρτες μες τον Χειμώνα,
άλλος με γενναιότητα ψυχική άφησε δόξες και βραβεία,
τι να σου κάνουν σκέφτηκε τα βραβεία σε ένα κράτος που μας πεθαίνει,
που το ίδιο από χρόνια πρίν παραιτήθηκε από τον άνθρωπο.
....
Είχε δίκαιο ο Κάφκα όταν συνέλαβε την κατσαρίδα,
αρκετά πριν, και λίγο μετά όταν τα παιδικά χαμόγελα νέκρωσαν,
τούτος ο κόσμος βυζαίνει σε λάθος αρχές,
θρησκείες που υπνωτίζουν όλα τα θέλω,
πλήρης παράλυση,
στο μεδούλι μου νιώθω.
....
Ήδη νιώθω την πρώτη παράκρουση,
μην μιλάς, όσο μιλάς λιγότερα ψέμματα.
.....
Ο καπιταλισμός μπήκε στις σχέσεις,
αδύνατον να βρείς μηχανισμούς και έννοιες,
κείνο που χρειάζεται είναι να κάψεις το σαλόνι σου,
ύψωσε το στον ουρανό με τα αστικά βιβλία,
κάνε το για στερνή φορά για τα παιδιά σου,
για το πρώτο φιλί το καλοκαίρι που έλαβες,
μέσα σε ένα ερωτικό ποίημα.
.....
Κι όμως ο άνθρωπος γεννήθηκε για να ευτυχήσει,
ξέρω δύσκολο αυτό αφού χαλιναγώγησαν τις ηδονές του,
η τέλεια πράξη φέρνει πάντα ηδονή όταν γίνεται,
μην ξυπάζεσαι από τρόπους και ενοχές.
.....
Συμπλεγματικές αδελφές του ελέους
μοιράζουν τις τοξικότητες μιας προδιαγραφής,
μέσα σε αυτό έμπλεξες,
κι όμως περίλυπη η αγάπη σε κοιτά κι αναρωτιέται αν της άξιζε,
έτσι απλά να την δικάσεις,
να προδικάσεις μια απόφαση.
.....
Είναι περίεργο, αλλά ακόμη κι η αγάπη καταδικάστηκε,
φετιχιστικά συμπλέγματα πάθους και μίσους,
η εποχή αυτή αγάπη μου δύσκολη είναι για τους ανθρώπους.
.....
Σου λέω είμαι ένας άνθρωπος!
Κι εσύ σκορπιέσαι στο χάος της ανάλυσης.
Αν με ένιωθες, θα με αγκάλιαζες,
έτσι συνέβαινε πάντα,
όμως ο καιρός τούτος αλλοιώνει συναισθήματα,
μέσα στο παράλογο τσαλαβουτάς,
αυτό τελικά ο καπιταλισμός ήθελε,
άνθρωπος να μισεί τον άνθρωπο,
κι οι λίγοι εκλεκτοί να παίζουν στο καζίνο της τρέλας μεθυσμένοι.
.....
Μιλάω απλά γιατί δεν έχω κάτι να σου κρύψω,
παράλληλοι βίοι αγίων και κολασμένοι,
αυτό που με υπερβαίνει είναι που πέτυχαν να πιστέψεις πως δεν σε αγάπησα,
μπορεί να λαθεύω,
μα η αγάπη είναι η μεγαλύτερη επανάσταση.
....
Κι έτσι τώρα στο ξύλινο μπαρ σκόρπιες αγάπες και λέξεις
και πάντα αυτά τα φριχτά κτίρια,
να κρύβουν τον ήλιο από τα μάτια μας,
να κόβουν τον ήλιο από την καρδιά μας.
.....
Όλα στα επιτρέπω,
μην λες άλλο πως δεν σε αγάπησα,
αυτό είναι  τεράστιο λάθος,
όμως ξέρω να σωπαίνω,
τίποτε δεν αναμένω.
....
Η σιωπή μου κρύβει λύπη
όταν ανθίσει θα το ακούσουν και τα παιδιά μου...

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΠΙΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ

Γνώριμοι οι ίσκιοι κι οι ντροπές, στο σπίτι εκεί στον Νότο
Ξερόχορτα καρτερικά υπέμεναν τα χάδια απ το χιόνι
Σαλίγκαροι ατάλαντοι στο πρώτο ξύπνημα
Μητέρες ασάλευτες κουρασμένες
Παιδιά δίχως όνειρα διψασμένα
Βαρύ το πένθος.
....
Και πάντα η αναμονή, το πένθος να σωπάσει
Βαρύ το χρέος της τιμής
μα ποιά τιμή να κρύβει η ορφάνια
η τόσο γνώριμη αποστροφή των τζιτζικιών στα μάτια του Χειμώνα
Πόσο, πες ,αποτιμάς την μεταλλική γεύση  της πέτρας.
Τις προσδοκίες της μέρας
του βρέφους που κρύβεις μέσα σου,
να σε προσέχεις.
.....
Αυτό λένε οι φίλοι σου έχοντας την έννοια σου,
μα κάτω από το μαξιλάρι σου φύλλα κίτρινα,
ασφυκτική η πίεση του χρόνου,
κοντεύει η δύση του ήλιου και μέτρα την.
....
Με χέρια δοξασμένα κι όχι υπερφίαλα
γράφουν κεντώντας στις πέτρες
φωτογραφίζουν πρόσωπα άλλοτε βαριά από γοητεία κι άλλοτε στεγνά
ζωγραφίζουν σε κάδρα ξύλινα
ανακατεύουν μυρουδιές αλύγιστες
μεθούν τα κενά βράδια σε καπηλειά ξεχασμένα,
οι άνθρωποι στον Νότο παρατημένοι σαν τους κορμούς σε κρύα θάλασσα.
....
Προδικασμένο το τέλος τους
ενώ το απαγγέλει μια γυναίκα μπρούτζινη
γυναίκα κόκκινη
γυναίκα που δεν αγαπήθηκε ποτέ όσο της άξιζε,
ίσως σε μια άλλη ζωή,
ίσως σε άλλον αιώνα την βρώ,
ίσως μπορέσω να της απαλύνω τον τόνο στα δάκρυα,
ίσως να της μαλακώσω τις γραμμές της λύπης στο μέτωπο.
.....
Ίσως αποδεχτώ πως ότι υπάρχει σήμερα δεν θα υπάρχει αύριο.
......
Μα ξέρω βαθιά,
όλα τα ίσως αν ένωνα θα απολάμβανα μια αλήθεια.
.....
Και τι να την κάνω την αλήθεια μόνη της!
.....
Η γριά με το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι ξενυχτάει μοιρολογώντας,
το καράβι που πήρε μακριά το τέκνο της,
το θάνατο που την ανάγκασε να βάλει σεντόνι στον καθρέφτη της,
το σπίτι της που έμεινε μόνο του,
το σπίτι αυτό αναγκαστικά το κουβαλάω στην πλάτη μου,
είναι η ρίζα που έθρεψε τα μάτια μου,
την καταγραφή των προσωπικών μου γεγονότων.
.....
Το σπίτι αυτό πάντα ήταν άοπλο
φτωχικό, με τοίχους επιπόλαια καμωμένους,
παίρνω ξυραφιές και τραβάω γραμμές πάνω τους.
Πέφτει ο ασβέστης και κλαίει.
Οι παλιές φωτογραφίες με κοιτούν αλαφιασμένες,
αμέσως ακούγεται στο σπίτι αυτό ένα κλάμα από βιολάκι,
ενα λαούτο αντρικό,
ένα μπαγλαμαδάκι αναμμένο σαν καντήλι.
.....
Απλώνεται γύρω μουσική
καθώς με αποφασιστικότητα αρχίζω να χορεύω με μάτι λυκίσιο κάπως γοητευτικό,
με βήματα αναποφάσιστα,
αναδεύω πειρασμούς στα κατάρτια του ουρανού,
βάζω χιόνι στο κεφάλι μου καθώς,
καθώς  κι ένα κλαρίνο προσθέτει την παρέα του,
πρέπει τώρα να σηκώσω το κεφάλι μου,
τους ώμους μου να ισιώσω καθώς,
καθώς πέφτουν οι τοίχοι πάνω μου,
ω,
εξάλλου αυτό ήθελα,
γεμίζω ασβέστη και χιόνι,
ακούω τα θεμέλια που φεύγουν ματωμμένα.
.....
Τυφλωμένη από απελπισία συναντώ την ρίζα μου,
εγώ θα αποφασίσω πως θα την φυγαδεύσω,
πάντα ο πόνος είναι η αιτία να  δραπετεύσω είτε δημιουργικά είτε απλώνοντας τα όρια.
.....
Το πολύ πολύ να καλέσω κι ένα σαξόφωνο
καθώς το σπίτι του Νότου θα χει περάσει στο δεύτερο σάστισμα,
Νοτιοανατολικά  θα βρίσκονται τα πουλιά που καλούσα μικρή,
από κει θα ρθούν όταν η ρίζα μου θα χει γίνει καθρέφτης τεράστιος με σεντόνι πάνω του απλωμένο,
θα υπάρχει λίγος ήλιος να ζεσταίνονται μέσα του τραγούδια,
στίχοι σαν ψωμί ψημένο στα χέρια μου,
λάβετε φάγετε θα πω στα πουλιά,
αυτό ήταν το σπίτι μου και το αίμα μου....

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

ΟΤΙ ΔΕΝ ΛΥΝΕΤΑΙ ΚΟΒΕΤΑΙ

Τα περισσότερα ταξίδια της Ελένης ήταν προκαθορισμένα
στάσεις Δυτικά και Νότια , δραπέτευε από το παράθυρο κάθε φορά,
κάθε που νόμιζε πως μπορούσε να  βαπτίσει ήλιο ότι του έμοιαζε.
.....
Απομιμήσεις των θεών στο μπαλκόνι,
στέρεη μορφή είχαν οι λέξεις πάντα και  σχεδόν δίχως αντίκρυσμα,
μια επιταγή ακάλυπτη σε πλάγια ομφαλοσκόπηση, ριπές ανέμου ενδιάμεσα.
....
Άστοχες διηγήσεις μιας συμφωνίας σε λα ύφεση,
το σπίτι πάντα κολύμπαγε στους ανθρώπους που μασούσαν το διαρκώς και το πάντα.
.....
Αυτό που δεν καταλαβαίνουν αυτόματα το απομακρύνουν,
τι γνώριμα πάθη σε πανί κόκκινο!
....
Κατανόηση,
μεγάλη βύθιση στον βυθό μιας πόλης αμόλυντης, από ανθρώπους,
από λέξεις,
ύφος τραγωδίας με τόνο ολόκληρο με μπλε κροτάλισμα.
.....
Μεθά η σελήνη καθώς γέρνει μεσίστια,
έκαναν ένα αγκάλιασμα θερμότατο,
με λαγόνες σφιχτούς στο καλόπιασμα.
....
Τα πάθη δεν καλοπιάνονται,
σε καίνε και σε απλώνουν.
.....
Εκτός από μένα υπάρχουν κι οι άλλοι.
....
Έλα Ελένη,
τυλίξου πάνω στην πλάτη μου,
θα πετάξουμε μαζί για κεί που τίποτε δεν υπάρχει,
στην χώρα του άγνωστου,
μαύροι καβαλάρηδες ξαπολιούνται πίσω στα πόδια μας,
μας παίρνουν τα μάτια μας και τα φυτεύουν σε γη άγονη.
....
Άγονη, όπως η μοίρα του ανθρώπου.
.....
Αυτό που δεν κατανοείται έχει την δική του μοίρα,
ταξιδεύει στο κενό,
δεν θα σου πω πρώτη αυτό που θέλεις,
εξάλλου ξέρεις,
εξάλλου πατάς ήδη,
πάνω στα πνευμόνια μου,
στην καρδιά μου ένα στεφάνι,
στα πόδια μου σταυρός.
....
Δεν ψυχαγωγώ, ιστορώ. Κι ανεστορώ!
....
Αυτά που ναι να γίνουν εκτός από μένα,
εκτός από σένα,
εικασίες όλα στο νερό.
....
Τολμώ να αναφέρω το πάντα,
εδώ παίρνει θέση μόνο του.
Πάντα ότι δεν λύνεται κόβεται.
....
Με κοιτάς Ελένη λυπημένη.
Θα σε αγαπώ πάντα γιατί κολυμπάς χωρίς κίνητρα.
Θα σε προσέχω πάντα γιατί μου χρειάζεσαι.
Όσο για να γράψω κάτι.
Όσο για να θυμάμαι αυτά που είναι απαραίτητα.
......
Με κούρασε ο εαυτός μου,
μου ζητά συγχώρεση...

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Η ΑΚΙΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

Ανοίγω και κλείνω πόρτες
πολλαπλασιάζομαι,
σαν εκτόπλασμα των γεγονότων που συνέβησαν πίσω από την μπουκαπόρτα ενός πλοίου,
μέσα στο κεφάλι προσώπων που μελετούσαν τα ζητήματα της προσωπικής μου αισθητικής.
Ως αλιγάτορας ή σαν άλογο ασπρόμαυρο αν βρέθηκες στην επιφάνεια,
δεν φταίνε παλιά βαριά γεγονότα, έχει μονάχα χρέος ο χαρακτήρας που φέρεις κατάστηθα.
Γενιές πυρακτωμένες από φωτιά και πάγο,
κι ο πάγος μην το ξεχνάς σου καίει τα δάχτυλα, γενιές γυμνές από ματαιοδοξία,
γενιές ευγενικές και λίγο απόκοσμες,
δύσκολο να τους ψηλαφίσεις γράμματα και δέρμα γυμνό στο μάτι σου.
Ατέλειωτη η χρονομηχανή αναδεύει τοπία και καθρέφτες διψασμένους για στοργή.
Η απουσία του πατέρα κυματίζει,
η μητέρα βασανίζει με το βάσανο της πικρής της ύπαρξης.
Τελάληδες αναφωνούν τις περασμένες ήττες μας που μας εδόξασαν.
Αφήνω την ζωή με ευγνωμοσύνη όχι αγαπώντας την,
εξάλλου η Ναυσικά ένα σωστό παράδειγμα τέτοιο έδωσε στην ματιά του Οδυσσέα.
Έρχομαι φεύγω με τις σκέψεις μου,
συναισθήματα φυγαδευτικά κι ατελή,
έρχομαι φεύγω ενώ αναπολώ κι οδεύω στο τέλος των πράξεων μου.
Δεν ακουμπώ την ανθοφορία του ουρανού δίχως πτυχώσεις παράλληλες ψυχικές.
Γδέρνομαι καθώς,
καθώς ανεβαίνω μονάχη μου, τον κρύο βράχο,
σταγόνες από το αίμα μου ακριβά αιμοπετάλια επάνω του καρπίζουν, μελαγχολικές στάλες
στο στόμα των πουλιών.
Και πολλά από όσα έγιναν πάθη μου αθάνατα, με φτερά, με αλάτι,
πίκρα, στεγνό το μαρτύριο να ζείς.
Ο διάβολος στην γωνιά του δωματίου μου παίζει ζάρια,
δες τον! Την γλώσσα του βγάζει σε κοροιδία,
(Όσο πιο πολλά ξέρεις τόσο η ζωή σου γίνεται δύσκολη, καθώς διαβλέπεις στα γεγονότα μια γνωστή εξέλιξη. Από την άλλη δεν σταματάς να θες να γνωρίζεις, να το μαρτύριο το μοναχικό),
μου λέει και βγάζει από τα χνώτα του ατμούς μυρωδικούς θειαφισμένους.
Με μια λύπη μου γνωστή,
αφήνομαι,
πέφτω,
μου κάνει παρέα ένα αρχαίο εδώλιο, με κοιτά με ηρεμία, με χέρια σταυρωμένα,
με χαμόγελο σε απουσία.
Ο αέρας που σηκώνει σκεπές, η βροχή στα στήθια του έρωτα πορφυρή,
μόνη μου βρίσκομαι σε αετώματα,
ακίνητη,
πιό ακίνητη από ένα πένθος,
όλα γνωστά και άγνωστα,
το δέντρο του Καρυωτάκη μου ζητά μια δική μου περίληψη,
μελαγχολικοί άνθρωποι, αλαφρύνετε το μίσος γύρω σας με τα πάθη σας,
ξεκουμπώνω την σφαίρα,
αδύνατον να με διαβάσεις, δύσκολο,
όλους σχεδόν τους φοβίζω,
καθώς με το νύχι μου ξύνω την πόρτα σου τα μεσάνυχτα,
πες μου,
να μπώ;
με θυμάσαι;
Ακίνητη μοιάζω, κι ομως! πολλαπλασιάζομαι!

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

(συν)αισθηματική κατάσταση [11]

Η αναζήτηση της ηθικής δεν υφίσταται αν ο άνθρωπος δεν έχει βαθιά γνωριμία με τον εαυτό του. Μια ευκαιρία για να δεί κάποιος τον αληθινό του εαυτό είναι να τον αναζητήσει στον έρωτα. Και φυσικά να αφήσει κάθε ηθική για μεγάλο διάστημα. Να εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Θα ορμήξουν οι επιθυμίες του από την αίθουσα του ασυνείδητου και ο άνθρωπος θα γίνει αυτό που είναι. Ένα κομμάτι της φύσης. Κι όλη η φύση κινείται κι εξελίσσεται με την ηδονή. Όλα τα στάδια της φυσικής εξέλιξης βασίζονται στην ηδονή...

(συν)αισθηματική κατάσταση [10]

Οι αρπάγες του έρωτα στην σκιά παραμένουν. Κρυμμένα έχουν στην τσέπη δηλητήρια. Ρίχνουν στα μάτια άκοπα. Λεπτές οι προσωπίδες τους, δεν κρατούν παρά λίγες ημέρες. Κι ό,τι μένει από τον έρωτα στάχτη και μέταλλο. Μια φωταγωγημένη πολιτεία που αγγίζει τα μυστήρια των σύννεφων δεν θα δούνε. Ούτε τα βλέμματα που φανερώνουν αγιοσύνη και αμαρτία. Ατέλειωτες πλήξεις θα τους δυναστεύουν ώσπου να βρούν το νέο θύμα. Τι μάταιος τούτος ο κόσμος για όλα τα πλάσματα που φορούν προσωπίδα κυνηγώντας μια χίμαιρρα, φτιάχνοντας χίμαιρρα τον ίδιο τον εαυτό τους...

(συν)αισθηματική κατάσταση [9]

Ένας ζειμπέκικος, βράδυ Κυριακής, έταζε αγγέλους και δαίμονες χορεύοντας στο πάτωμα. Άνοιξε το ταβάνι και μπήκαν στο σπίτι πετώντας, γυναίκες μπλε και κόκκινες. Άφησαν μπροστά του τα πνευστά. Γύρισε αυτός και άκουσε jazz να χτυπά τα μάτια του. Κι έγιναν τα πόδια του ρυθμός αλλιώτικος. Κι όλοι τώρα χορεύανε έξαλλα λυγίζοντας τις εσωτερικές χορδές. Κυριακάτικη η νύχτα έπαιρνε μπροστά αποχαιρετώντας την παλιά εβδομάδα. (Μην σε νοιάζει τίποτε, μόνο χόρεψε) έλεγαν οι γυναίκες, η μουσική τρυπούσε τα αυτιά μιας γριάς ξεδοντιάρας, όμως κι αυτή σιγά σιγά άρχισε να χτυπά τα χέρια της επάνω στα πόδια της..

(συν)αισθηματική κατάσταση [8]

Χρειάζομαι τους ανθρώπους. Κάποιοι άνθρωποι είναι ένα μαξιλάρι που είναι γεμάτο ουρανό και θάλασσα. Ξεχωρίζω αυτούς που οι συμβουλές τους είναι γαλήνιες και πράες. Αυτούς που ξέρουν πως τα παιδιά σοφότερα είναι από έναν γέρο. Μαζί με τους άλλους φαντάζομαι πως υπάρχουν ακρωτήρια στην χαρά και την ευδαιμονία.
Κι είναι στιγμές που ένας όμορφος κόσμος γέρνει τρυφερά τα χέρια του πάνω μου. 'Ενας τρόπος να υπομένεις την ασχήμια είναι οι στιγμές που μοιράζεις τον εαυτό σου σε άπειρα κομμάτια κι έρχονται πίσω σαν χαρούμενα πουλιά που κρατούν στο ράμφος μια κουκίδα αγάπης... όλες οι κουκίδες μαζί θριαμβεύουν...

(συν)αισθηματική κατάσταση [7]

Τελικά οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι κακομαθημένοι (όχι καλομαθημένοι) έχουν ένα έντονο στοιχείο κίτς. Ο τρόπος που τα θέλουν και τα παίρνουν όλα δικά τους δεν αφήνει κανένα αισθητικά ωραίο στοιχείο στις πράξεις τους. Μα και κανένα ωραίο αποτέλεσμα. Και συνήθως μεταμορφώνουν και τους ανθρώπους που μένουν δίπλα τους σε αυτό το πρόσωπο. Αλλά θα μου πείς αυτοί ας πρόσεχαν... όμως προσέχει κανείς τον τρόπο που αρπάζει ο άλλος την ζωή; ή μένει μονάχα στις λεπτομέρειες που του φτιάχνουν ωραίο έναν πίνακα;

(συν)αισθηματική κατάσταση [6]

Οι πολύτιμες σκέψεις δεν οδηγούνται αναγκαστικά από τον δρόμο της λογικής. Τα κοπάδια της αθωότητας είναι αυτά που σπέρνουν πολύτιμους εσωτερικούς λίθους. Και το παιδί της ευγνωμοσύνης πάντα στέκει την κατάλληλη στιγμή για να ορίσει ως ευτυχία τα επόμενα λεπτά. Αφήνω τον εαυτό μου λεύτερο από συνέπειες και δογματικές λογικές. Και για να μπορέσω να τον δω δίχως σκιές, ατόφιο και αδαμάντινο αφήνω πίσω τα όρια της λογικής... κάθε συμβιβασμός εδώ που τα λέμε χαρτογραφεί επώδυνα και μισά τα ανθρώπινα, το ίδιο κι η έννοια των συνεπειών από τα παραπατήματα... Πώς θα ήταν ο άνθρωπος δίχως να 'χει παραπατήσει στην ζωή; Μια τρύπια κόχη, δίχως μάτια...

(συν)αισθηματική κατάσταση [5]

Κοιτάζει στον καθρέφτη του την μοναξιά του. Ξέρει καθαρά πως υπάρχουν μοναξιές από ασυμβίβαστα τοπία της ενδοχώρας. Μόλις όμως πέσει το σκοτάδι κυνηγά σκιές και δαίμονες. Κάποιοι από αυτούς κυνηγούν την αιώνια ουρά τους, κάποιοι όμως τολμούν να δουν πιο πέρα. Ατέλειωτα μυστικά θησαυρών κουβαλά στην πλάτη του, σαν ένα καβούκι που κρύβει από κάτω του θάλασσα. Χρειάζεται πόνος πολύς στο ενδοσκόπιο. Να βγάλει το μάτι την μεμβράνη. Κι όταν αυτό συμβαίνει καθαρίζει ο ορίζοντας. Φρικτή η πρώτη αλήθεια. Αυτός που δεν αγαπήθηκε σαν παιδί ένα μαστίγιο καχυποψίας κρατά για όλους τους άλλους. Πρώτο θύμα ο ίδιος ο εαυτός του στο μαστίγωμα... καθώς όλοι φταίνε εκτός από τον ίδιο...

(συν)αισθηματική κατάσταση [4]

Νεκρή γέρνει η πόλη στο ποτάμι του αίματος. Κολυμπάει σαν ένας εφιάλτης αθέατος. Κάθε κορυφή των σπιτιών αγγίζει άθελά της την άλλη. Έπειτα μαλακά την ρουφά η θάλασσα. Οστά και πέτρες καταπίνει αχόρταγα ο βυθός αφήνοντας πίσω του απαίσιο θόρυβο. Υπάρχει ευαισθησία σε αυτόν που χαρτογράφει την ιστορία του βρώμικου πόλεμου. Μουδιασμένος σε μια όχθη κοιτά ένα παιδικό παιχνίδι, είναι μια κούκλα πάνινη με μια τρύπα στα μάτια. Αμέσως ακούει την ιστορία του κοριτσιού μέσα από την κούκλα που έμοιαζε άψυχη. Μα άψυχος αυτός που ορίζει τα παιχνίδια που χάνονται στον πόλεμο ως άψυχα. Νιώθει τα σπλάχνα του να ανοίγουν στα δυο...

(συν)αισθηματική κατάσταση [3]

Η Billie, τάζει στον άγγελο που χάθηκε μια νύχτα από μπλε ελεκτρίκ, κρασί από αίμα, κι εσύ μεθάς το τζάκι ρίχνοντας ξύλα. Έξω από το ξύλινο σπίτι ένας λύκος φωνάζει για να μπεί μέσα, ενώ τα αστέρια τρεμοπαίζουν στην παλάμη σου και μου τα δίνεις στοργικά να ζεσταθώ... μα εγώ τα αφήνω δειλά κι αυτά στολίζουν τους τοίχους, λάμπουν όλα γύρω μας μαγνητισμένα...

(συν)αισθηματική κατάσταση [2]

Υπάρχει πολύ σκόνη στο δωμάτιο. Μισόκλειστα τα παράθυρα αφήνουν λίγο το φως. Η σκόνη πετά γύρω άτακτα. Πεταμένα ρούχα στο πάτωμα. Μαζί με ένα κερί. Ένα μισοάδειο μπουκάλι κρασί. Δίσκοι βινύλιου. Μια γυναίκα με λευκό κομπινεζόν χορεύει παραπατώντας. Ένα σαξόφωνο τρίβει τα δόντια του. Η γυναίκα τυλιγμένη στην σκόνη μοιάζει σαν θαμπή θεότητα. Η μοναξιά έχει μια θαμπάδα πάνω σε μια γυαλιστερή επιφάνεια και κρύα. Όπως τα χέρια της γυναίκας. Όπως τα ρούχα ξεχασμένα,απλωμένα έξω πολλές μέρες...

(συν)αισθηματική κατάσταση [1]

Με πλησίαζες και το μέτωπο σου έσταζε από ευγένεια. Μακριά στεκόμασταν από την αγχόνη του κόσμου. Τα χέρια σου με τρυφερότητα φανέρωναν τις γραμμές τους καθώς μαλακά απομάκρυνες ένα γερμένο τσουλούφι που έπεφτε στα μάτια μου. Περπατούσαμε σε ένα μεγάλο πάρκο όπου μιμούμαστε τις φωνές των πουλιών. Τα πουλιά μας κύκλωσαν με φιλικές διαθέσεις. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Ταίσαμε τα πουλιά κι επινοήσαμε το πέταγμα τους. Έβαλα τις άκρες των παπουτσιών μου πάνω στις δικές σου κι αρχίσαμε να πετάμε ενώ ο ουρανός στο βάθος του έπιασε να γίνεται κόκκινος...

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΕ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΗΛΙΟ

Δεν με ξέρεις. Κι εγώ δεν σε ξέρω.
Βρέθηκα σε τούτο το δωμάτιο μετά από προσπάθειες. Θέλω να πω δεν ήταν κι εύκολη η σύλληψη μου ως άνθρωπος.
Γι αυτό με έταξαν, με έταξαν στην Παναγία. Θα μπορούσαν να με τάξουν στην Αφροδίτη. Αυτή δεν κρατά τόσο πόνο.
Είναι φορές που όταν περπατάω φεύγει η καρδιά μου από την θέση της. Και ώρες ώρες μπαίνει μέσα μου ο ουρανός.
Ο ουρανός είναι απέραντος, μοιάζει να μην έχει ανάγκη να κρατά μυστικά.
Κι ενώ λοιπόν ο ουρανός με κατοικεί εγώ πηγαίνω κάπου αλλού. Ουσιαστικά υποθέτω πως μάλλον εκείνο το τάξιμο με σημαδεύει, είναι αυτός ο πόνος που σου έλεγα.
Μπορώ δηλαδή να διαβάζω τον πόνο στα πρόσωπα.
Πίσω από φωταγωγημένα πρόσωπα, πίσω από αλύγιστα χαμόγελα, χειραψίες χλιαρές, πλάτες σκυρτές, μπορώ να διακρίνω τον πόνο.
Ο πόνος είναι ένα έμβρυο που γυρίζει πίσω από τον χρόνο. ΈΧΕΙ την χαρακτηριστική στάση του εμβρύου. Έχει την ιδιότητα να καταλαμβάνει κάθε σημείο του κορμιού σου, ξεκινά από τα μέρη που αναπαύεται η ψυχή και χύνεται στο σώμα χωρίς καμμιά επιφύλαξη.
Δεν με ξέρεις. Δεν σε ξέρω.
Και τι έγινε αν σε ήξερα; Μήπως αυτοί που λένε πως ξέρουν τους άλλους τους ξέρουν πραγματικά;
Βέβαια σε αφήνω να πιστεύεις πως με ξέρεις, είναι ένα πρώτο γοητευτικό στάδιο οικειότητας.
Κουβαλάω μέσα στις μνήμες μου από την περασμένη μου ζωή και μια γριά που φτύνει δόντια και ξόρκια. Δεν ξέρω τι θέλει να ξορκίσει, τους δαίμονες τους αγαπώ. Ό,τι αφήνεται να χει ένα σχήμα υπόσχεσης ευτυχίας ή γαλήνης, ή ατέλειωτου πάθους.
Οι δαίμονες είναι ανήσυχοι. Πιστεύω με δύναμη πως τους εξόρισαν γιατί ήθελαν  φως και αλήθεια.
Σε βγάζουν από τον δρόμο σου. Γιατί, ποιός είπε πως υπάρχει ευτυχία μόνο σε έναν δρόμο;
Σου μίλησα για τάματα, αγγέλους, δαίμονες και ξόρκια και αρχίζω να βλέπω τι σκέφτεσαι.
Μπορείς να μην σκέφτεσαι. Μπορείς να αισθάνεσαι.
Εγώ θέλω να αισθάνομαι. Σκέφτομαι γιατί αισθάνομαι.
Περπατάω που λες και ακούω φωνές να 'ρχονται. Μου δείχνουν αδικίες, έρωτα, ανιδιοτέλεια, κλοπές.
Οι φωνές αυτές με βρήκαν από τότε που ήμουνα παιδί.
Φυσικά αυτό που είναι να γίνει, θα γίνει πάντα, θέλω να πω δεν διαθέτω καμμιά δυνατότητα στο σταμάτημα αυτών που ναι να συμβούν. Ελάχιστες φορές συνέβη.
Υπάρχει το ειμαρμένο; Κι αφού υπάρχει, πως ο άνθρωπος επικράτησε; γιατί από όλα τα ζώα αυτός το πολέμησε και πήγε ενάντια!
Πιστεύω όμως πότε πότε, κάτι που φαίνεται απαισιόδοξο. Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να 'ναι δυστυχισμένος. Και δύσκολα αυτό θα αλλάξει. Γεννήθηκε να καταστρέφει, αυτή η πολεμοχαρής φύση έρχεται αντιμέτωπη με αυτόν, την φύση και τον άλλο άνθρωπο.
Έτσι απλά.
Κι είναι κείνος ο αιώνιος πόλεμος με την ψυχή και την σάρκα.
Υπάρχουν αυτοί που σκέπτονται με την σάρκα κι άλλοι με το μυαλό.
Άβυσσος το μεταξύ τους.
Γεννηθήκαμε από το χάος.
Κι όλο σε αυτό ερχόμαστε.
Σαν να μην μπορούν άλλο τα γονίδια μας να κάνουν, παρά μονάχα να θυμούνται και να αναπαριστούν το χάος.
Δεν με ξέρεις, κι εγώ δεν σε ξέρω.
Είναι μέρες που φιλοξενώ μέσα μου και τα δυο φύλα, ακούω τις θεωρίες τους και σκέπτομαι μέσα από μια λεπτή κρούστα τις αντιθέσεις τους. Και την αγάπη τους...
Κι είναι άλλες μέρες που φιλοξενώ μέσα μου διαφορετικές φυλές. Η μια κατέστρεψε την άλλη σε κάποιον πόλεμο. Κατέστρεψε ουσιαστικά το κυνήγι της άλλης αφήνοντάς την να πεθάνει σιγά σιγά.
Σκέπτομαι, συνεχώς σκέπτομαι. Αυτό δεν με κάνει πιό πολύ ευτυχισμένη, απλά συμβαίνει, ούτε μου λύνει γρίφους αιώνιους από σκοτάδια.
Θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένη περισσότερο; Μα για αυτό ξεχωρίζει η ευτυχία από τα άλλα συναισθήματα, εξαιτίας της μικρής της διάρκειας.
Φυσικά ξεχωρίζει γιατί κρατά μέσα της αυτά τα στίγματα ευγνωμοσύνης που δεν κρατούν τα άλλα.
Τι είναι ωραίο πραγματικά; Αυτό που σου αρέσει με ανιδιοτέλεια.
Σαν τις κόρες εκείνες που κρατούν με το πόδι μπροστά προτεταμμένο, επάνω στο ωραίο κεφάλι τους τον ναό της αρμονίας και της ομορφιάς.
Πως αγγίζεις αυτό που βλέπεις, με τα μάτια ή την καρδιά σου;
Βλέπεις όμως πως η κίνηση βρίσκεται σε αυτό το πόδι που ελαφρά βγαίνει πρός τα έξω; Εκεί ήταν κρυμμένη η προσπάθεια, ο κόπος.
Κι ο ήλιος ανελέητος αδελφός.
Ξέρεις; Θα χαθεί κι αυτός.
Κι εμείς πολύ πριν.
Πολλές φορές λέω να προλάβω. Να συλλέξω πληροφορίες και αισθήσεις.
Κι άλλα;
Ναι κι άλλα.
Γυρίζω ανάποδα το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ. Καμμιά ασχήμια δεν μπορεί να γεράσει την ψυχή μου. Καμμιά διαστροφική κινητικότητα δεν μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα.
Μου είπαν πως αυτό οφείλεται στην σελήνη μου που βρίσκεται στον Τοξότη.
Δεν ξέρω. Εγώ ξέρω πως έτσι γεννιόμαστε. Σε μερικά πράγματα δεν αλλάζουμε, απλά πολλαπλασιαζόμαστε.
Με γοητεύουν οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν ωραίες λέξεις.
Άλλοι θέλουν να κρύψουν την ευτυχία τους. Άλλοι την ασχήμια την ψυχική. Άλλοι τις χρησιμοποιούν για να τους αγαπήσουν οι άλλοι. Άλλοι είναι φετιχιστές με αυτές. Στολίζουν τις μέρες τους, τις ώρες τους. Πειραματίζονται με τις αισθήσεις και την νόηση. Άλλοι πάλι γιατί φοβούνται τον θάνατο.
Υπάρχουν αυτοί που κάνουν έρωτα με την αίσθηση του ξορκίσματος στον θάνατο, υπάρχουν κι αυτοί που γράφουν ξορκίζοντας τον και σαν να κάνουν έρωτα.
Μιλάω απλά. Θέλω να με καταλαβαίνεις. Άλλη φορά θα μιλήσω διαφορετικά.
Μα ποτέ δεν θα βάλω μπούρκα στις λέξεις μου. Ούτε θα τις μεταμφιέσω σε κεφάλια που χορεύουν φίδια. Τις αφήνω να πάρουν τον ρόλο τους μόνες τους.
Αυτές θα κάνουν το παιχνίδι της αρμονίας ή μη.
Δεν με ξέρεις.
Κι εγώ δεν σε ξέρω.
Αυτό που σίγουρα όμως ξέρω είναι πως μας δένει η ίδια αγωνία.
Και πολλές φορές δεν το ξέρουμε...
Παύω τώρα.
Καταβύθιση...

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΧΡΟΝΟΒΟΛΤΕΣ

O Άλκης ή Πάνος έβγαινε έξω από το σπίτι του με τα μάτια του χυμένα,
βελονιασμένη αίσθηση- παραίσθηση στο παλιό του παλτό,
σταμάτησε να κάνει όνειρα,
σταμάτησε να πίνει βιβλία και νότες
σταμάτησε να βλέπει αγγέλους και δαίμονες.
......
Κι όταν όλα αυτά τα σταμάτησε έπαψα κι εγώ λίγο γι αυτόν.
....
Ο Σταύρος ήταν ένα πράσινο πρεζόνι
δούλευε στο νεκροτομείο κι άνοιγε πτώματα,
μα περισσότερο από τα πτώματα ο εαυτός του τον φόβιζε.
......
Η Κατερίνα έφερνε δίσκους από το Άμστερνταμ,
έπαιζαν οι δίσκοι στο πλατώ,
το σχολείο είναι εφιάλτης της έλεγα κι αυτή δεν μίλαγε,
μόνο βόλτες με μηχανές με μακριά χέρια καβαλούσε και σιγοντάριζε στον θάνατο.
Όταν την είδα μετά από είκοσι χρόνια έβαφε τα μάτια της με στυλ λαικό.
.....
Ο ινδός φίλος της έφερνε κόκα,
πάνω στην μηχανή του ανέβαζε πάντα μια μαιμού χαρούμενη,
αυτή όταν εκείνος έφερνε στο σπίτι κορίτσια όλα τα ζήλευε,
βρήκε τρόπους να εκδηλώσει την ζήλεια της διώχνοντας τα όλα στο ταβάνι.
......
Το ταβάνι έσταζε έρωτα και θάνατο,
τον θάνατο τον έφερνα μέσα μου, δεν χρειάστηκε να τον μελετήσω με τεχνητή νόηση,
ο Μόρρισον μελετούσε αλάνθαστα το (κατά τον δαίμονα εαυτού).
Έπιασα να φοράω Ιούνιο μήνα παλτό και κόκκινα άρβυλα,
τα μάτια μου ζωγράφιζα με μαύρο καζάλ,
τις μέρες τσακωνόμουν με την μάνα μου,
τις νύχτες με τον εαυτό μου.
Όλοι  οι εαυτοί μου με κορόιδευαν με ύφος μακάβριο,
τις κηδείες τις βαριόμουν, το ίδιο και κάτι άθλιους συγγενείς.
.....
Τις βόλτες μου στην Πλάκα τις έκανα σαν σκύλος,
έψαχνα ίχνη αισθητικής περίεργης, ασυνόδευτης από ανάλυση λογικής,
μελετούσα αυτούς που πέθαιναν νέοι,
πίστευα πως πέθαιναν σαν γίγαντες κουβαλώντας την αόρατη αορτή του κόσμου.
......
Κι από όλα που μου έμειναν από τότε, είναι πως η καλοσύνη φοβίζει,
μοιάζει να φορά στο χέρι της σαν γάντι υπερβολής την μοχθηρία,
πως η Πλάκα πάντα στάζει φως κι αλήθειες,
οι άνθρωποι είναι σφαλιστά καλειδοσκόπια που γυρεύουν κωδικούς ανοίγματος,
η μουσική μαζί με το δράμα είναι γνήσια έκφραση της τέχνης,
ο ήλιος πάντα βγαίνει στο ραντεβού του,
η θάλασσα στέκει σαν μητέρα όλων
κι οι γέροι ζηλεύουν στο βάθος την νεότητα,
οι ελεύθεροι σκλάβοι ζουν σε ελεύθερη πτώση
ενώ η ζωή πάντα ρέει,
ρέει,
ρέει.
......
Γραμμές παράλληλες οδηγούν στα λόγια Μηδέν Άγαν,
αλλά μου αρέσει να κυνηγάω τις ατέλειες,
όλες οι ατέλειες μοιάζουν να είναι άλογα,
ιππεύω ένα και βγαίνω έξω,
ενώ η ζωή πάντα ρέει,
ρέει,
ρέει....

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Άννα, η προιστορική αράχνη του έρωτα

Η προιστορική αράχνη του έρωτα λεγόταν Άννα. Με δάγκωσε σε όλες τις πλευρές μου, αυτές που θεωρούσα άτρωτες και ησυχασμένες στην χοάνη του χρόνου.
Βγαίναμε για περίπου ένα μήνα. Οι συναντήσεις μας ήταν παράνομες και μεθυσμένες. Όσο και μεθυστικές.
Ήταν παντρεμένη με ένα γνωστό δικηγόρο της Αθήνας,γνωστό όχι μόνο για τα λεφτά του, αλλά και για τις περίεργες δοσοληψίες του με ανθρώπους που ήταν δακτυλοδεικτούμενοι στον χώρο του ποινικού εγκλήματος.
Με την Άννα περπατούσαμε κάτω από τον Παρθενώνα και γύρω από την παραλιακή.
Ένα βράδυ αποφάσισα να μπώ μέσα της. Όλα τα προηγούμενα βράδια, απλά άφηνα τον εαυτό μου να επεξεργαστεί τα φιλιά της. Να μυρίσω με σαφήνεια το άρωμα της πίσω από τα αυτιά.
Να το ξεχωρίσω από την μυρουδιά του δέρματος της. Να σκιαγραφήσω τα κύτταρα της στα χέρια μου.
.......................
Εκείνο το μαγικό βράδυ περπατούσαμε πάλι κάτω από τον Παρθενώνα. Είχε το κρύο που σέρνει πάνω του ο Δεκέμβρης.
Στάθηκε έξω από ένα υπέροχο κτίριο,ένα παλιό αρχοντικό, διαβάσαμε πως προοριζόταν για μουσείο΄κάποιου ποιητή.
Ήταν ανοιχτή η πόρτα του. Μπήκαμε μέσα διασχίζοντας την αυλή του.
Ξερά μεγάλα κλαδιά δέντρων αγνάντευαν το φεγγάρι. Καθώς την φιλούσα το μισό μου μάτι έμπαινε στο πρόσωπο της και το άλλο μισό πήγαινε πίσω από τα κλαδιά. Τα χέρια της με μάγευαν από την αρχή. Τα δάχτυλα της ήταν σαν χάδι ενός στέρνου μικρού πουλιού. Μακριά και απαλά. Τα φιλιά μας άπλωναν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο του σπτιού σχηματίζοντας μικρούς κρατήρες.
Ο έρωτας είναι κρατήρας.
Η Άννα ήταν μια ιέρεια, φορούσε μαύρο φόρεμα και τα μάτια της ήταν δυο κάρβουνα που με ρούφαγαν σιγά σιγά, με την σταθερότητα που διαθέτει η κινούμενη άμμος.
Η γυναίκα φαμ-φατάλ πάντα πίστευα πως κάτω από την γοητεία της κρύβει μια κουρασμένη ψυχή. Γι αυτό η Άννα μου ξεχώριζε, ήταν μια φαμ αλλά ήταν και τόσο παιδί που ο συνδυασμός αυτός μου τρύπαγε σιγά και σταθερά τα κόκαλα.
Δεν υπήρχε καμμία κούραση σε αυτό το πλάσμα, διέθετε ένα αλάθητο ένστικτο και μια ζωντάνια που έκανε το κεφάλι μου να γυρίζει.
.......................
Στεκόμασταν πίσω από το περβάζι του παραθύρου. Το φεγγάρι φώτιζε την αυλή και τα κλαδιά των δέντρων. Τα μάτια της ήταν το ίδιο σκιστά στις γωνίες, όπως μιας γάτας. Καθώς το στόμα μου ήταν μέσα στο δικό της ένιωθα το κεντρί του έρωτα να με τρυπάει αδιάκριτα.
Το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Όλο το σπίτι ήταν ανοιχτό. Το φεγγάρι έμπαινε μέσα του. Η γλώσσα της ήταν μια εύφορη κοιλάδα με πολύ λεπτές και διάχυτες αισθήσεις.
Όλες οι απολήξεις των αισθήσεων με έκαναν να παραπατάω σε κάτι που θα έλεγα παράδεισο και κόλαση.
Πήρα τα στήθια της στα χέρια μου. Τους γοφούς της. Τα πόδια της. Τον λαιμό της.
Άννα. Ιππεύτρια των ονείρων μου.
Μια αλλόκοτη φρενήρης. Στόματα σαν άλογα με καλπασμούς κόκκινους.
Το φεγγάρι μας φώτιζε. Την έκανα να καθίσει στο περβάζι.
(Κοίτα με), μου είπε και η φωνή της έσπασε σε βραχνές κρούστες.
Ναι, την κοίταζα. Την φιλούσα και την κοίταζα. Όλα με διέγειραν ασφυκτικά.
Ο τρόπος που ήθελε να την παρακολουθώ. Αυτό ήθελε, ήθελε να βλέπω πως ο πόθος μεταμορφώνει το πρόσωπο της.
Τα μάτια της μεγάλωναν. Το στόμα της μουσκεμένο σε εκατό φύλλα.
Σήκωσα το φουστάνι της. Μπήκα μέσα της αβίαστα. Στην αρχή μαλακά. Μετά ανυπότακτα.
Οι φωνές μας ξεσήκωναν τους τοίχους και τα δέντρα έξω. Η παλαιά σκάλα μπροστά μας θα λεγες πως ξαφνικά περπατιόταν από νύμφες και ξωτικά.
(Μην σταματάς), με παρακαλούσε σαν γυναίκα που έπρεπε να υποταχτεί από μια μοίρα τυφλή και σαν παιδί που ήθελε φροντίδα κι αγάπη.
Τα πόδια της τυλιγμένα στην μέση μου.
Έριξε πίσω το κεφάλι της. Τώρα έβλεπα μόνο τον λαιμό της. Μακρύς και λευκός. Θα έλεγα πως ο λαιμός της ήταν μια συνέχεια των δαχτύλων της.
Θα ήθελα να μπορούσε να με τρυπήσει στο στήθος μου με τον δείκτη της. Πως να τρυπησουν όμως δάχτυλα που χαιδεύουν όπως το στέρνο ενός μικρού πουλιού;
Και τότε, όταν πια αφεθήκαμε στα κύματα, πότε στην μέση της καυτής ερήμου, πότε στο βούλιαγμα της στέπας, πότε στην αμμμουδιά γεμάτης ψαρόνια αποφασίσαμε να πετάξουμε έξω από τα σώματα μας.
.......................
Το σώμα φυλάει προσεκτικά όλα αυτά που γνωρίζει η ψυχή.
Υπάρχουν ψυχές γερασμένες από την ώρα της γέννας. Η δική μας ήταν μια αυλή γεμάτη από ανθρώπους αλλά λίγο μετά το τέλος της εφηβείας.
Καθώς πετούσαμε ο ένας μέσα στον άλλο είδαμε πόσο μοιάζαμε στα ζητήματα της αθωότητας .
Είμαστε γεμάτοι εμπειρίες. Η Άννα πολύ περισσότερο. Κι όμως όσο και να γνωρίσαμε τις ανθρώπινες κακοτοπιές αυτό δεν έβαλε φρένο στον τρόπο τον φρέσκο που βλέπαμε τον κόσμο.
Αυτό ήταν το πρώτο που διαπιστώσαμε πως μοιάζαμε. Το άλλο ήταν η απολυτότητα που δινόμασταν όταν αποφασίζαμε να δοθούμε.
Το άλλο ήταν πως θέλαμε να ζήσουμε πολύ έντονα.
Σαν κομήτες. Σαν ταξίδια αποφασισμένων Τιτανικών...
Έρωτας...Τι πάει να πει έρωτας; Τι ξέρεις εσύ από αυτόν; Τι ξέρεις για αυτόν;
Τίποτε δεν ξέρεις.
Μόνο μυρίζεσαι..περιμένεις...
.......................
Τελειώσαμε σφαδάζοντας ψιθυρίζοντας ακατάληπτα χρησμούς και τραγούδια ξωτικών.
Αφήσαμε τον υγρό μας κόσμο να βγεί στους ωκεανούς.
Ρίξαμε πάνω τους γυάλινα μπουκάλια με χαρτάκια. τα χαρτάκια έγραφαν το όνομα μας. Και κάτι αρχικά. s.o.s.
.....................
Κόκκινο.
Μπλε.
Φεγγάρι από μπλε και κόκκινο.
Αννα. Μικρή αμαζόνα, νομάδας των αισθήσεων.
Να αναρωτιέμαι. Ζω από το κεφάλι μου ή από την καρδιά μου;
....................
Μετα την έχασα. Δεν είχα επιθετο της. Το κινητό της απαντούσε μονότονα. ο αριθμός που καλέσατε...
Την έχασα...Για μέρες κοιμόμουν στην στάση του εμβρύου.
Από κάτω μου έχασκαν μπουκάλες με αλκοόλ. Χαρτιά πεταμένα. Δεν μπορούσα να γράψω τίποτε. Τα λεφτά θα τελείωναν σύντομα. Έπειτα ήρθε η μετάφραση του Πεσσόα και άρχισα κάπως να θυμάμαι να ζω.
Να τρώω.
Δεν ήξερα το σπίτι της. Μόνο τις κομψές μας βόλτες κάτω από τον Παρθενώνα.
Εκείνο το σπίτι που θα γινόταν μουσείο. Την ώρα που χαρτογραφούσαμε τα σώματα μας...
....................
Οι ειδήσεις με βρήκαν να πίνω κρασί χαζοναρκωμένος μπροστά στην τηλεόραση.
Η γυναίκα γνωστού ποινικολόγου που είχε χαθεί για πολλές ημέρες...
Το πτώμα της ήταν σε αποσύνθεση...
Τα έργα είχαν σταματήσει λόγω της οικονομικής κρίσης και το μουσείο είχε παραμείνει στα αρχικά στάδια όταν βρέθηκε κάποιος χρηματοδότης από το εξωτερικό. Την Δευτέρα άρισαν ξανά οι εργασίες και οι εργάτες βρήκαν το πτώμα κάτω από το περβάζι...και...και...
Το πτώμα εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Τ...ο οποίος δήλωσε πως το θύμα πέθανε από στραγγαλισμό..
.......................
Και αμέσως θυμήθηκα...
Καθώς τελείωνα μέσα της εκείνη ξεψυχούσε στα χέρια μου.
Τα μάτια της με κοιτούσαν σαν τεντωμένες κλωστές απορίας και λύπης...
Δεν άντεχα τον εαυτό μου δίχως της...
Δεν ήξερα τον εαυτό μου όταν το έκανα...
.....................
Ξαναγύρισα στην στάση του εμβρύου.
Ο Πεσσόα είναι στο ταβάνι.
Μου βγάζει την γλώσσα...
Τον μεταφράζω...
Δεν ξέρεις τι είναι ο έρωτας...
Ο έρωτας είναι μια προιστορική αράχνη...
ΌΤΑΝ ΣΕ ΔΑΓΚΩΣΕΙ ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ...

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Καθώς το μυαλό σου αιώνια εργάζεται κι είναι πότε βάρκα σε ανοιχτή θάλασσα
και πότε χιλιάδες κεριά αναμμένα στο σκοτάδι,
στριμώχνεις αβέβαια αυτά που ξέρεις μακριά από τις χωματερές των επικύψεων,
διαπιστώνεις όμως κάτι μέρες ,πως είναι και δύσκολο να ανυψώσεις τον κορμό.
Βλέπεις κι ο κορμός σου παίρνει ένα μέρος του γενικού τοπίου.
... Κι όσο δύσκολο σου είναι να κάνεις μια επίκυψη, άλλο τόσο δύσκολο και να υποκλιθείς σε αυτά που σε κάνουν να αντιστέκεσαι σε ότι κάτω σε ρίχνει.
Περιλαμβάνονται εδώ κι αυτά που ποτέ δεν ξέχασες και αυτά που δεν θυμάσαι.
Υπάρχουν στιγμές που μοιάζει να ξέρεις πως είναι ο θάνατος αφού νεκρός αισθάνεσαι ή ζωντανός νεκρός.
Ντύνεσαι τότε ψύχραιμος και παρατηρείς το ανύπαρκτο.
Κι ίσως έτσι έχεις χάσει τα πιό πολύτιμα ΜΟΙΡΑΙΑ σου λεπτά σε μια δράση που θα απέτρεπε το άφημα σου στο μοιραίο των πραγμάτων...

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Η ωδή του θανάτου μου

Σπλάχνο μου,
ούρλιαζε η μητέρα μου κι έτρωγε την καρδιά της.
Μαύρα ντυμένες γυναίκες γύρω της, της κρατούν παρέα.
Μα εγώ που αναχώρησα ήθελα να πω,
αφείστε να μιλήσει ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, μια αμοργιανή μαντινάδα που πλέει στο Αιγαίο.
Nina.
Billie.
Βαμβακάρης.
Τι θέλουν γύρω μας αυτές οι υποκριτικές στο πένθος γυναίκες,ήθελα το δωμάτιο βαμμένο από κεράσι,
σαν αυτό που έβαψαν το στόμα μου.
Τελευταία επιθυμία.
Ρέκβιεμ.
...............................................................................................................
Κάποτε αγάπησα κάποιον που με είπε (ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ), το τραγικό ήταν πως ποτέ δεν με πίστεψε.
Του είπα,
από παιδί έβγαζα τα δόντια μου και τα έβαζα στο φεγγάρι,
διάβαζα κι έγραφα ποιήματα,
τα ποιήματα ήταν πρόβατα που μαλάκωναν τον λύκο.
Διέκρινα την αξία που έχουν τα δάκρυα σαν ρέουν,
κάποτε από ευγνωμοσύνη, κάποτε από πόνο, κάποτε από έρωτα.
BAUDELAIRE! Σε λατρεύω!
...........................................................................................................
Ο έρωτας έβοσκε στα καφενεία, στα μπουρδέλα, στα σχολεία,
στα ασφυχτικά μέσα μαζικής συνεύρεσης,
στις κλούβες με τους μαύρους που κοίταζαν έξω από τα τζάμια σαν τίγρεις θλιμμένες,
θεέ μου, είπα,
πως αντέχεις να βλέπεις μια τίγρη θλιμμένη;
Έβγαλα τα σπλάχνα μου,
τα μοίραζα σε φτωχικά δωμάτια, σε δωμάτια υπόγεια, σε ερωτικά αγκαλιάσματα,
πάντα ο έρωτας ξαγρυπνά τον θάνατο.
Μητέρα.
Ρέκβιεμ.
.........................................................................................................
Κι όμως, ενώ σαν παιδί είχα μόνο όνειρα να σαλεύω
γέμιζα μέσα μου τα ψυχικά αποθέματα,
αγαπούσα πάντα τον ήλιο, όταν με χάιδευε στα μάτια, όταν χάιδευε τα βουνά μπροστά στην θάλασσα.
Η όψη του δίκαιου και του άδικου πάντα στον πνεύμονα μου ουρλιαχτό.
Τις νύχτες που φωνάζει ο έρωτας, που δυναμώνει η αρρώστια,
τις ημέρες που δεν μπορείς να σκεφτείς από το τόσο φως.
Δημήτρης Ροδόπουλος. Ωδή!
........................................................................................................
Κι ενώ με έκαιγε η ζωή,
μια πόρνη πολυτελείας μου έκλεψε κοσμήματα αγαπημένα, κλεπτομανής στο είδος,
έβαλε στην ζυγαριά, ένα τίποτε σε γραμμάρια την ψυχή μου ένα γραμμάριο ο χρυσός.
Λιωμένα δόντια εβραίων. Και κάθε.
Πως αντέχεις θεέ μου να βλέπεις να μην αφήνονται στην ησυχία τους οι νεκροί;
Ρέκβιεμ!
..........................................................................................................
Ο έρωτας είναι πάντα η αιτία να ανακαλύπτεις τον άλλο μέσα από εσένα
και τούμπαλιν.
Κρυφά λατωμεία αναδεύουν οσμές σάρκας, εσώρουχα μαύρα, χέρια αγγέλων κολασμένων
πάνω σε ανακατωμένα στρώματα.
Μπορεί ένα στρώμα να κλάψει,
όταν είδε τους εραστές να συνθέτουν σωματικά σονέτα,
μιας ώψιμης τρέλας, μιας φευγαλέας τρύπας στο φεγγάρι.
Ένα μεθυσμένο πρόσωπο βυθισμένο σε ένα άλλο πρόσωπο.
Τίποτε δεν ξέρεις αν δεν σκέφτηκες να πεθάνεις για τουλάχιστον έναν έρωτα.
Φωτιά σε σύννεφο πληγωμένο.
Τζάμι που κόβει τα δάχτυλα μου και πίνω το αίμα.
............................................................................................................
Χρόνια κοφτερά, χωμένα στο χαλάζι,
στον αγρό μια παρθένα γυμνάζει τα στήθια της φορώντας κόκκινο σκούρο του αίματος.
Αγαπώ το αίμα,
γράφει όμορφα στα ποιήματα,
γράφει όμορφα στα πρόσωπα,
κάνει την καρδιά μου μηχανή υποστήριξης στις αισθήσεις μου,
άλλο οι αισθήσεις,
άλλο τα αισθήματα.
Ένα καράβι που φεύγει από το λιμάνι, η ψυχή μου που κλαίει,
σαν ελάφι που έχασε την μητέρα του,
κλονίζομαι από την ζωή. Καρούζος.
Σαχτούρης.
...............................................................................................................
Απορείς κάποιες φορές γιατί απομακρύνομαι.
Έχω ανάγκη να μένω μόνη μου,
γεννούν τα αστέρια ελπιδοφόρα βρέφη και τα βλέπω.
Από τα κόκαλα βγαλμένη η ελπίδα,
άλλο η ελευθερία,
την πρώτη γεύση της ελευθερίας την πήρα όταν αντιστάθηκα με τον τρόπο μου στους γονείς μου.
Όταν μπορούσα πια να πάρω γεύσεις ομορφιάς χωρίς να γεννάει αυτό ανία, πάντα με έκπληξη.
Και δίχως τοξικότητες.
Όξινες γεύσεις και γλυκές. Βασανίζουν τα μέλη μας.
Μα έτσι τα μέλη μας θριαμβεύουν.
Από τις ήττες τις επώδυνες.
Τα βιβλία της ανησυχίας.
Πεσσόα! Σε λατρεύω.
....................................................................................................................
Την στιγμή που άρχισα να φεύγω από το σώμα μου σκέφτηκα τι είναι πολιτισμός.
Είναι η ευγένεια, φυσική αρχόντισσα και πολύτιμη μάνα-σύμβολο.
Ο έρωτας.
Τα αρχαία αγάλματα.
Η τραγωδία. Το αρχέγονο ένστικτο. Η αναλυτική σκέψη που φέρνει τα ερπετά στο φως.
Φυγαδεύει τα σκοτάδια τα ψυχικά ,πέραν του χάους.
Η αγάπη.
Ανιδιοτέλεια. Μότσαρτ!
Μπιθικώτσης!
Η ποίηση.
Όμηρος! Με τύφλωσε το τόσο σου φως!
Ο ήλιος!
Ζωοδότης.
Πατέρας και μητέρα στα κρύα μας σπίτια.
Κοιμητήρια ζεστά από ένα γυναικείο χέρι, ένα λουλούδι στο μάρμαρο.
Θεέ μου πως αντέχεις να βλέπεις τους ποιητές να χτυπούν την νύχτα τα λευκά τους μάρμαρα;
Πάντα ο έρωτας. Αυτή η ατέλειωτη αρχαία κολώνα μεταξύ ουρανού και γης φτιαγμένη από αιμοσφαίρια.
Ειμαρμένη, με είπες, μα δεν πίστεψες πως βαθιά σε ερωτεύτηκα.
.......................................................................................................
Και τώρα μητέρα,
ευχαριστώ που έβαψες το δωμάτιο και το στόμα μου με κεράσι,
κάμετε έναν χορό,
ίσως λίγα πνευστά, ένα τρομπόνι, μια ντραμς,
Miles  Davis.
Ένα μπουζούκι.
Χαράξτε λέξεις στα πατώματα χορεύοντας θανάτους.
Ο θάνατος δεν είναι αυτό που ξέρουμε. Τίποτε δεν ξέρουμε.
Ανοίξτε τα παράθυρα, κοιτάξτε τους καθρέφτες.
Τίποτε δεν είναι η ζωή αν δεν την έζησες.
Ένα τσίριγμα από κάποιο μεθυσμένο βαγόνι τρένου.
Ένα τσιγάρο δρόμος.
Όλα είναι δρόμος.
Τζακ Κέρουκ. Τόσο αθώος και κολασμένος.
Φέρτε ένα βιολί, ανάψτε το.
Κάντε το αηδόνι, αυτό είναι ο θάνατος, το τραγούδι από το αηδόνι.
Μάνος Χατζηδάκης. Η προσωπογραφία της μητέρας μου.
Λιτές τελετές.
Πετρολούκας πάλι.
Πεθαίνω, μα το  ξέρεις έζησα. Με δόντια, με νύχια. Χορεύοντας εκστασιασμένα.
Πανσέληνος.
Μουδιάζω.
Ανατέλλω...

Η πρόσοψη των μαρμάρινων σκαλιών

Την λύπη που κρατούσε η Σμύρνη αντίκρυσεςκάτω από την διάφανη κουρτίνα που φόραγε ο χρόνος.
Με κομπολόγια από φίλντισι οι γέροι μελετούσαν τα γεγονότα
καθώς μια κοπέλα έπεφτε από το παράθυρο,
την ίδια ώρα που στο επόμενο στενό του σπιτιού της τα μπαχαρικά έστηναν μια παράσταση,
μια παλιά αρχόντισσα έριχνε τα χαρτιά της κι είδε το φύλλο του θανάτου δίχως να ξέρει πως αυτό ήδη συνέβαινε.
...............
Το όπιο έπινε ένας ντελάλης
καθώς τα ασπρόρουχα ριγούσαν στον ήλιο,
άλλα χαρτιά έστηναν οι απρόσκλητοι εθνοπατέρες να δώσουν την πόλη μακριά από την ρίζα του κορμιού της.
Πιό κάτω ο Βόσπορος έπινε θυμό και ερπετά της θλίψης
κι ήρθε η ημέρα που γέμισε πτώματα,
πόσο πιό πολύ να μιλήσουν οι νεκροί
κι αυτός ο αιώνιος πετεινός να καλεί την νέα μέρα.
.................
Γέννησαν τα νερά θάνατο και φωνές πνιγμένες στον τελευταίο ρόγχο,
που ήμουν εγώ αγέννητη ακόμη;
Κι εσύ, στην στέγη του ουρανού να πηγαίνεις μακριά από τα μοβ λουλούδια,
στην Αθηνάς και στα χαμόσπιτα του Πειραιά,
να γέρνεις σαν τον ίσκιο του ελάτου πάνω από τους τάφους τους οικογενειακούς,
σύχρονος αναχωρητής τώρα, μέσα στης Δύσης το κλαδί,
να λες με αίμα στο στόμα, (τι είναι η Ευρώπη εκτός από ένα παιδί δίχως μητέρα).
..................
Που πας,
που πάω εγώ, με ένα χάραμα στο νου μου, στο νησί που τα χελιδόνια φύγαν για αλλού,
μικρή εξόριστη κυρά στο μπράτσο ενός Δανδή.
Μιλάμε, κι όσο μιλάμε γέρνει ο κόσμος μέσα στα χέρια μας,
μιλάς κι όσο μιλάς η Βενετία τρέμει πάνω σε μια μεθυσμένη ασημόχρυση γαλέρα,
ένα λεωφορείο με τρελούς μποέμ ποιητές κλωτσά σαν άλογο τις πέτρες.
Χαρμολύπες μας ανέδειξαν, η σιωπή μας μας σκοτώνει,
πάρε τα λάφυρα, πάρε τα παράσημα του πολέμου γιατί τίποτε από αυτά δεν έμαθες,
με τόξα από λουλούδια σιγοντάρεις στον ίδιο μας τον θάνατο.
........................
Βρήκες στο λεξικό όλες τις λέξεις που τελειώνουν σε -ισμός, για σκέψου,
τι μικρότητα! Να σέρνεις τα πόδια σου ως την πόρτα της γιαγιάς σου και να λες,
εγώ είμαι τώρα,
άλλο το εγώ, άλλο το εμείς, άλλο το αυτοί.
.........................
Κι όμως μια μήτρα σε φιλοξένησε και σένα,
μόνο που ξέχασες πια να κοιτάς, να σχωρνάς όσα δεν έκανες,
φαίνεται η μάνα σου πέθανε πριν σε γεννήσει κι αυτό δεν το ξεχνάς ποτέ.
....................
Με μιαν αυτόματη γραφή διατρέχω τον Βόσπορο, τον Σηκουάνα, την Βενετία, την Αμοργό,
αδύναμη σαν ορφανή σκιά κατέχω πόσο γερά θα με τραβήξει η άβυσσος,
μυστήριο η ζωή κι ο θάνατος,
όμως από όλα αγάπη μου πιό πολύ μυστήριος είναι ο άνθρωπος...

Λιθόστρωτος

Κατάμαυρη ήταν η λίμνη
επέπλεαν στην επιφάνεια της ανθρώπινα μάτια και φούξια νούφαρα.
Γύρω μου απόηχοι από πουλιά παράξενα με ουρές μεταξένιες.
Μόνη μου θα αποφάσιζα τώρα για εμένα.
Το θέμα ήταν σχεδόν αρχαίο και δίχως ταμπού το άγγιζα πια.
Πάντα εγώ κι οι άλλοι.
Μα δεν ήθελα πια να μεσολαβώ σε αυτά που οι ίδιοι ήθελαν.
Να μεταφέρω συνεχώς νερό στα άνυδρα τοπία τους...
Να γίνομαι παρέα στην παγωμένη ματιά τους διώχνοντας μακριά σταλαγμίτες από θλίψη.
Μονάχα η ποίηση πάντα έχει περισσεύματα συγχώρεσης και οι απελπισμένοι που πιάνονται από τα μαλλιά της θρησκείας.
Και καθώς η κρύα ανάσα του χρόνου καρφώνει τα δόντια στον αυχένα μου,
 φανερώνει πάλι την ανάγκη της η λύση του γρίφου .
Εγώ κι οι άλλοι.
Και καθώς δεν είμαι ποίηση
μήτε θρησκεία φορώ στο μπράτσο μου σαν πένθος,
διαλέγω να είμαι εγώ.
Εγώ κι οι άλλοι.
Από την αρχή.
Ισότιμα υλικά θα παρέχω και θα γυρεύω για εμένα.
Είναι θέμα σοβαρό ο  ζυγός να είναι ισοβαρής,
να μην γίνει ο ζυγός αλυσίδα βαριά στα χέρια και στα πόδια μου...
Να μπορώ να με βλέπω καθαρά εμένα και εσένα...

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Η Γυναίκα του δεύτερου ορόφου

Μεσα στο δωματιο ακουγοταν η σιωπη που διαπερνουσε τον τοιχο, η γυναικα εκλαιγε ακαταπαυστα.
Απο κατω, στον αλλο οροφο καποιοι τσακωνονταν, ισως ο αντρας να δερνε την γυναικα, επειτα ακουστηκε κι ενα παιδικο κλαμα.
Η γυναικα σκεφτηκε τα λαθη της, ηταν απο αυτους που δεν συγχωρουν τα λαθη στον εαυτο τους.
Μια σκεφτοταν πως ετσι επρεπε να κανει, να ακουσει την καρδια της, μια γυριζε ο συλλογισμος και με σαρκασμο σχολιαζε την λαθεμενη επιλογη της..
Τωρα ειναι αργα ,σκεφτοταν, ο χρονος ειχε δειξει τα ακομψα δοντια του, επρεπε να συνεχισει την ζωη της οπως πριν.. Οπως πριν; αναρωτηθηκε, τιποτα δεν θα ταν ιδιο. Οι φιλοι την ειχαν εγκαταλειψει αφου απο καιρο την προειδοποιουσαν, προειδοποιουσαν; και τι φιλοι ηταν αυτοι που εκαναν συνεχεια το ιδιο πραγμα; γονεις της ηταν;
Η δουλεια της κατερρεε, πολυ καιρο πριν τον γνωρισει. Μα τι ηταν αυτο που την εριχνε πιο πολυ; η προσωπικη ηττα, ή η παραδοχη του λαθους της; παραδοχη του λαθους της; και τι ειναι η ζωη; δεν ειναι μια παραδοχη λαθων και μια αλληλουχια λυπης και χαρας;
Δεν επρεπε να τον σκεφτεται, Δεν επρεπε; μα τον αγαπησε γιατι την εβγαλε απο τα στενα της ορια, ο τροπος του την οδηγησε να ξεπερασει τον εαυτο της. Καλο δεν ηταν αυτο; να ξεφυγει απο τα συρματοπλεγματα της; τις αμυνες, τις φοβιες.. Φοβιες; μα αυτες ηρθαν πισω φονισσες, πιο γερα τωρα της φωναζουν, τωρα την απειλουν.
Ηθελε να ξεχασει. Να ξεχασει; να πεσει σε ληθη; μα αυτο μοιαζει με θανατο.
Απλα επρεπε τωρα να δει, εμπρος της μια χαραδρα, φοβοι, κατακραυγη, ενοχες, ο φοβος του θανατου πιο γερα, ολα χορευαν επικινδυνα μες το μυαλο της. Επικινδυνα; γιατι κι η γεννηση της επικινδυνη δεν ηταν; και η ενηλικιωση; κι αυτη ετσι ηταν.
Οχι, επρεπε να δει την κατασταση οπως ηταν, να καταλαβει τα λαθη της να μην τα επαναλαβει.
Να μην επαναλαβει; γιατι εισαγγελεα θα βαζε στα συναισθηματα της; θα ελεγε στον εαυτο της τωρα αγαπα, τωρα συμπαθησε, τωρα...
Μα τι ηταν αυτο που την ελοιωνε; ο φοβος της απορριψης; απορριψη; μα την αγαπησε πολυ κι αυτος, απλα οι καταστασεις δεν αφηναν να μεγαλωσει η ενωση και να τους ξεπερασει...
Επρεπε διχως φοβο να σταθει απεναντι στον καθρεπτη, να του χαμογελασει κι επειτα να κρινει απαλα.
Να κρινει απαλα; ναι πιο παιδικα, με πιο επιοικεια ισως, ή ισως με κατανοηση.
Επειτα; επειτα να δωσει χρονο στον εαυτο της να μαζεψει τις σταχτες να τις στρωσει με μια τελετη μπροστα της. Να τις μυρισει μια μια, να κυλιστει πανω τους ωσπου να μουντζουρωθει, να πονεσει πιο πολυ απο τον πονο.
Επειτα να διωξει απαλα, οχι διχως βιασυνη, μια μια ολες τις εικονες του, να αποσυνδεθει απο εκεινον,
να ξαναγινει παλι η εικονα της. Ο εαυτος της. Να αναψει κερια και να χορεψει τον χορο της ελπιδας.
Της ελπιδας; μα οσο ελπιζεις ποτε δεν ερχεται αυτο που θες, αυτο ερχεται μια αλλη στιγμη, οταν δεν το περιμενεις..
Τοτε να αδειασει απο προσμονες, να χορεψει τον χορο της αναγεννησης, να ξαναγεννηθει μεσα απο τις σταχτες. Ποσο καιρο θα ‘παιρνε; οσο καιρο χρειαζοταν της ελεγε ο καθρεπτης μπροστα της.
Ανοιξε τα παραθυρα και μπηκε ενα ψυχρο αερακι, ανανεωσε την ενεργεια και εκανε τα δακρυα να θολωσουν και να μεινουν για λιγο μακρια της. Μετα πηρε τα πινελα της, τα φυσηξε ενα ενα, τους εδειξε την αγαπη της κι αυτα γλυκαθηκαν και περιμεναν να χωθουν μες τα χρωματα, τωρα με πυρετωδεις κινησεις ανακατευε τα υλικα, αυτα συνουσιαζοντουσαν πολυ ευτυχισμενα. Επιτελους, τα ‘χε θυμηθει, ποσος καιρος ειχε περασει που ταν ανεγγιχτα, χωμενα σε ενα ντουλαπι. Απλωσε στο τραπεζι την συνουσια τους κι αφεθηκε σαν ναρκωμενη.
Μετα η απαθεια διαδεχτηκε το παθος, εξαψη την ξεσκιζε απο πανω μεχρι τα κατω, ναι, ενοιωθε παλι το συναισθημα του πεταγματος. Ζωγραφιζε και πετουσε, αιωρουνταν επανω στο ταβανι, ατελειωτη ευδαιμονια και γαληνη φωναζαν, οι φωνες τους μια γλυκα οργασμικη στην καρδια της....
Επειτα απο λιγο χτυπησε το τηλεφωνο, σε ενα νησι την καλουσε ενας φιλος απο παλια να εκθεσει τα εργα που του ειχε δειξει καποια φορα.
Μα ναι σκεφτηκε, αυτος που ‘χε πει οταν θες κατι πολυ το συμπαν συνομωτει μαζι σου, ειπε μια παπαρια, μεγαλη παπαρα, ε, ας τον εκτιμουσε σε αλλα που ειχε ξαναπει..
Οχι, ολα ερχονται οταν παψεις να τα περιμενεις, οταν τους εχεις φωναξει και μετα εισαι ελευθερος κι οχι εξαρτημενος απο την αναμονη, την πληρωση της επιθυμιας..
Αυριο ηταν μια αλλη μερα γαμοτο, ηταν μια αλλη μερα...χαμογελασε κι εβαλε κοκκινο κρασι και ηπιε στην υγεια της.. Νομιζω την ελεγαν Αννα, ή Ασπα, δεν θυμαμαι, εγω απλα ειχα αναλαβει φυλαξη εκεινο το βραδυ, ειχα ακουσει τον θρηνο της κι επρεπε να σπευσω με την καθιερωμενη μυστικοτητα, την αορατη απο τους ανθρωπους...
Ξερω, φαινεται μελο, αλλα ειναι γεματο χαρη, εχει και μια ηδονη η κλειδαροτρυπα της ψυχης, εμεις με αυτο μοναχα ζουμε.....

Η γλυκιά παρέλαση των λέξεων

Ο προορισμος του ανθρωπου, ο στοχος, η επιτυχια, ο κυκλος, η κιμωλια, ο πινακας και τα προσωπα...
Το οραμα, η κατακτηση, η κτηση, ο ρεαλισμος, το κεντρο βαρους, η κλιση, η αποκλιση,το κοινωνικο κατεστημενο, ο χωρος, το ατομο,τα κοινα σημεια....
Οι γνωριμιες, η δικτυωση, το στησιμο στα τεσσερα, το γλυψιμο, η κολακεια, η λαμογια, το λειτουργημα, το ανηθικο, το ανουσιο,το τιποτενιο, το θρασσος, η επαρση..
Η αναγνωριση, το ξεπουλημα, η ελλειψη συνειδησης, η πρωτια.., η ξευτιλα, ο φανατισμος, ο εγωισμος..
Κατσε να δω ρε παιδι μου τι να σωσω, τι να αποφυγω, τι να αλλαξω, με τι να συγκρουστω. Ποσα εμαθα σε μια μερα, ποσα χρειαστηκαν χρονια, ποσα μια στιγμη.
Για κατσε να δω τι να κρατησω, μμμμμμμμμμ για κατσε υπαρχουν κι αλλες λεξεις, ασε να χορεψουν μπροστα μου, εμπρος αγαπημενες, καντε μια ομορφη τελετη μονο για μενα. Παρουσιαστε μου την δυναμη σας, την μαγικη σας ενεργεια. Εμπρος, ωπ, τα τυμπανα ηχουν, ω μα ειστε υπεροχες, καινουργια φωτεινα μου πλασματα, λουστε με μες το φως σας...
Αδολο, γνησιο, αληθεια, χρωμα, αγαπη, ελπιδα, δικαιο, μουσικη, ζωγραφικη, γραφη, υπερβολη, ονειρικο, μαγεια, ψυχη, τεχνη, σοφια, πολιτισμος, ανυπερβλητο, ομορφια, γαληνη, ηδονη, μυθος, εικονες, σιωπη, εκσταση, αρχιτεκτονικος, μυστηριο, λυτρωση, παιδικοτητα, εφηβεια, λατρεια, σπιτι, φιλος, διαλογος, φυση, αρχαιο, πρωτογονος, λυρικο, ανθρωπος, μοιραζομαι, διδασκαλια, φως, σκοταδι, δημιουργια..
Ζωη, θανατος, απειροελαχιστο, εργο, ασπιλο, αμολυντο, συμπαν,θεικο, ενωση, ανατροπη, σπουδη, ολοκληρο, ηλιος, χαρα, ευτυχια, ποικιλια, ευστροφια, περιεργεια, ανακαλυψη, επιτευγμα, εννιαιο, θεραπεια, ενδοχωρα... και... και...
Οχι, οι μυστικοι κηποι αναδυουνε ακομη μυρουδιες, το παλατι της γνωσης υπαρχει εκει, οι  ενδοχωρες ακομη απλωνουνε στον ηλιο τα φωτεινα τους λεπια, οι θαλασσες εχουν ακομη  πολιτισμους χαμενους, οχι ομως ανυπαρκτους. Τα σπιτια ακομη εχουν ασπρορουχα κρεμασμενα στις ταρατσες, οι ποιητες ακομη περιγραφουν με παθος, οι μουσικοι προσπαθουν να δωσουν την ελαφροτητα στο σωμα μας, κανοντας μας να πεταξουμε.
Υπαρχουν δασκαλοι που περιμενουν τα σχολεια να γινουνε ελευθεροι οικισμοι, γεματοι απο γνωση, οι ζωγραφοι απλωνουνε με εξαψη τα χρωματα επανω στα τελαρα, καθε εποχη οταν τελειωνει δινει τη θεση της σε μια νεα, οι κυκλοι ανοιγουνε προσμενοντας το καθαριο.
Γλυκομιλητες μου λεξεις, πυρινες γλωσσες γινεστε και ή δημιουργειτε ή καταστρεφετε αναλογα με την χρηση. Ο χορος σας δεν τελειωνει ποτε και πουθενα, η δονηση σας αιωρειται επανω στη γη, ας πηγαινε στο συμπαν, ας βοηθουσε καποιο πιο τελειο ον να μας εδειχνε την χρηση, να μας μεγαλωνε το νου και να τον απελευθερωνε, να 'ρθει εκεινη η στιγμη που η μεταφυσικη αγωνια δε θα την επεριοριζε την αγαπη για ζωη και η δημιουργια εκτος απο προσωπικη, οικουμενικη να ηταν κι η σκαλα γη και ουρανου δεν θα απειχε τοσο. Να ζεις το θαυμα, οχι να το περιμενεις. Να απολαμβανεις διχως ενοχες και την ευτυχια σου να την μοιραζεις και να την μοιραζεσαι..
Ειναι στιγμες που καιγομαι, στιγμες που δε με νοιαζει, ζω μες την χοροεσπεριδα των λεξεων και λυτρωνομαι, δεν περιμενω τιποτα γιατι ολα θα 'ρθουν...
Ξερω, ειναι λιγες οι στιγμες αυτες μα δεν τις χαλαλιζω με χιλιες αλλες επιφανειακες και ταχα χαροπουλες, αθλιες κι ανυπαρκτες απο τυφλο εγωισμο κι ανιερες συμμαχιες που οδηγουν ολες μαζι σε μια μαζικη αφασια. Σε μια μαζικη παρακρουση που μονο μας εμπαιζει και φυλακιζει τις στιγμες και ολη την ζωη μας....

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Κραυγή στη Σιωπή

Και μετα την παρασταση της μοναξιας οι ανθρωποι σιγησαν, το κουρασμενο τους ταξιδι εφτασε στο τελος, ενα καραβι φωναξε την στιγμη της αποχωρησης, αλλα αυτοι ηταν τοσο κουρασμενοι και ατρωτοι απο την ελπιδα που δεν ακουσαν την σειρηνα.
Βρεθηκαν στο θεατρο και δεν ειδαν την αυλαια, ηταν ατρωτοι ακομη και δεν καταλαβαν τα δακρυα του ρολου.
Μετα κλειστηκαν στα κουτακια τους, ο καθενας ψηλαφιζε μια ευτυχια που δεν υπηρχε, δρασκελισαν το μπανιο και το νερο δεν ξεπλενε τη μικρη βρωμια τους. Ακουγαν τη μουσικη και το μπλουζ δε χωραγε στο μεγαλο σαλονι. Ο φοβος φιλουσε το ερημο κορμι τους που ζητουσε συγχωρεση, ο πατος του πηγαδιου χωρουσε και αλλους. Οι ερημοι ποιητες στεκονταν στη βιβλιοθηκη αδιαβαστοι και γαληνιοι, πιο ελευθεροι απο το ψεμμα απο ποτε.
Μικροι, μικροι χαμενοι ηρωες σε καποιες σελιδες περιμεναν τη δικαιωση απο τους ιδιους κι οχι τους αναγνωστες. Στην πυρα, στην πυρα ριξτε τις τυψεις για οσα δεν κανατε ναρκισσευομενοι εξευρενητες.
Πενθιμα εμβατηρια γυρω γυρω και ολοι απολαμβανουν το τελος που σαν φιδι κατελαβε τον χωρο και δεν εβλεπαν οι μικροι αποθηκαριοι της θλιψης τι ετοιμαζε ο ανθρωπος που ηταν παραδομενος, εξαντλημενος στη θολη του μιζερη φιγουρα.
Ετοιμαζω παρασταση για λιγους, αυτους που θα αντεξουν τη δοκιμασια, αυτους που θα ψιθυρισουν με αξιοπρεπεια μια κραυγη. Ποιος μπορει να ουρλιαξει με σιωπη;

Ο παππούς και η φασολιά

Σημερα περπατωντας στη βροχη συναντησα μια αισθηση, μια γλυκοπικρη αισθηση που εψαχνε το μυαλο μου να αναγνωριστει. Μια μυρουδια λουλουδιων, μια εικονα επιταφιου, κατι απο αυτα επαιζε μπροστα μου και μου λεγε να αναγνωρισω την αναμνηση, μα ναι, κυριως μια μυρουδια. Βλεπεις ειμαι απο αυτους που δεν ξεχνουν ποτε μυρουδιες, ειτε ανθρωπινες ειτε τοπου, ειτε καταστασης...
Αυτη η μυρουδια σκεφτομουνα και προχωρουσα πιο γρηγορα, πιο γρηγορα στο δρομο κοροιδευοντας απο μεσα μου τις ομπρελες, σιγα την ενταση σκεφτομουνα, λιγες σταγονες να σε ακουμπησουν δεν ειναι κακο...και καθως σκεφτομουνα αυτα τα λογια ηρθε η εικονα, ανοιξε την κουρτινα της μνημης και ανοιξε την ουσια της, το χρωμα της, την ιδιαιτερη αισθηση...
Ηταν μια πολυ βροχερη νυχτα οταν φτασαμε στην Αμοργο, το λιμανι μας υποδεχτηκε σαν μια πολυ νευριασμενη υγρη γυναικα που φυσαγε κι εβριζε αερα και κρυο. Εβρεχε οπως βρεχει στα νησια, μικρα ποταμακια εγλειφαν τα ασπροβαμενα σκαλοπατια, η υγρασια ρουθουνιζε στο κοκαλο και η καρδια μου ειχε πληγη. Μια μεγαλη πληγη, τωρα, εκει που θα πηγαινα θα την συναντουσα και ή θα την νικουσα ή θα με νικουσε...
Η μυρουδια των λουλουδιων εσκασε εξω απο το σκαλοπατι της γιαγιας μου, μαζι και καποιες χαμηλες ομιλιες γυναικων που μικρυναν πιο πολυ οταν φανηκαμε στο κατωφλι. Κανεις δεν με ειχε προετοιμασει γι' αυτο που θα αντικρυζα. Στη μεση του δωματιου, ακουμπισμενο το ξυλινο φερετρο του παππου μου, γυρω απο το προσωπο του λουλουδια και η αγαπημενη τραγιασκα. Ξαναειδα την υπεροχη ηρεμια στο προσωπο, την αγαπη που ειχαμε, την λατρεια που πηρα απο παιδι. Ανακατα συναισθηματα, ειχε φυγει ηρεμα, αυτο ηταν παρηγορητικο. Ειχε αυτην την γλυκυτητα διαχυτη που δεν ηθελα να μου φυγει το πρωι, να τον χαιρετησουμε για παντα. Χανομουνα στην τραγιασκα, στα κλειστα ματια, στην μορφη που λατρεψα και λατρευτηκα πολυ.
Και ξαφνικα με πλημυρισαν εικονες, τα καυτα νησιωτικα καλοκαιρια που περνουσαμε μαζι, οι ιστοριες που μου ελεγε. Οφειλα ενα μεγαλο μερος της αγαπης μου στα βιβλια στον παππου. Εκεινος διαβαζε τα παντα, ο,τι επαιρνα το διαβαζε κι εκεινος. Σκεψου χα χα ,μεχρι Μπουκοφσκι επεσε στα χερια του απο μενα. Και Ντοστογιεφσκι και... και....
Ο γλυκος μου, φορουσε τα γυαλακια του και χανοταν στις σελιδες, του αρεσε να με μαθαινει να μην κανω στους αλλους αυτα που δεν θελω να μου κανουν εμενα, χρησιμοποιουσε παραβολες για να μου βαλει ζαχαρη που τοσο ηθελα σαν παιδι εκει που με πονουσε. Θυμασαι το παραμυθι με την φασολια που ανεβαινε στον ουρανο; ο παππους μου ηταν η φασολια που ανεβαινε ψηλα, μαζι του εβλεπα τα χρωματα και τα σχηματα, εμαθα να εμπιστευομαι και να αγαπω..
Λατρευε την ιεροτελεστια σε ολα του, λατρευε να τον ακουω και να τον καταλαβαινω, λατρευε να τον διεκδικω. Καθε καλοκαιρι ηταν ενα βλεμμα του, ενας ηρεμος πολιτισμος, ενα στιβαρο θεμελιο με βαση απο φως.... Διεκδικουσα την αγαπη του με λυσσα, σκεψου αν εχεις θεο, εγινα 30 και ηθελα να καθομαι στα ποδια του και να με κουναει οπως παλια. Η πυξιδα μου κι η χαρα μου, η κορυφη της πυραμιδας μου, ο μελενιος παππους... Ειναι εγωιστικη η αγαπη μου γι' αυτον, οπως ολες οι μεγαλες αγαπες εξαλλου.
Εχουν περασει αρκετα χρονια μα να, μια μυρουδια και μια εικονα με πηγε παλι εκει, με μια τρυφεραδα μια ευγνωμοσυνη, μια ευδαιμονια... Αραγε να ξερει πως ειναι πολλες φορες την ημερα που νοιωθω αυτην την ηρεμη γαληνη της ευτυχιας; πως νοιωθω ευδαιμονια πολλες ευλογημενες στιγμες της μερας;
Μμμμμμ, μαλλον ναι και τωρα που γραφω αισθανομαι πως ειμαι στην αγκαλια του και μου τραγουδα. Αχου το φλασκακι μου, ΑΧ το κοριτσακι μου που τοσο με αγαπα... Γλυκε μου δε θελω ποτε να ξεχασω τη φασολια, δε θελω ποτε να μεγαλωσω τοσο που το μυαλο μου να μη μπορει πουθενα πια να πετα.....
Και ειμαι ευγνωμων, το ακους; ειμαι πολυ τυχερη που σε ειχα και που σε εχω...
Εδω εξω, βλεπεις τα πραγματα δεν πανε καλα. Ο κοσμος γεμισε απο την αναγκη του φοβου, γεμισε ενοχες μολις νοιωσει ευτυχια... Μπορει να φταιει γιατι δεν ξερουν πως υπαρχει μια φασολια εκει πιο περα, να μην εχουν δει τις μαγικες της ικανοτητες, αχ, μακαρι συντομα να το δουν.....

Το κοίταγμα της Άνοιξης

Γιατι την Ανοιξη ολα μελαγχολουν απαλα διχως ενταση; γιατι περπαταω θολωμενα διχως σκοπο;
Γυρω ολα φωναζουν κι εγω με μια ανασα δεν μπορω μονο παρα να παρασυρθω..
Ψαχνω την ενδοχωρα μου,εκει που παλιες ψυχες τραγουδουν για την γεννηση και το θανατο,
λυτρωνομαι ξαφνικα απο την ελειψη των απαντησεων, μετα παλι ξαναπεφτω σε μιαν ακροτητα.
Δεν χωραω την ψυχη μου πουθενα, οταν κοιμαμαι παιρνει δρομο, οταν ειμαι ξυπνια θελει συνεχεια τροφη, φως, αγαπη, ζεστη, της τα δινω και μετα παλι φευγει.
Με κανει να απορω για την αντοχη της, περπαταει ωρες ατελειωτες, φωναζει που την περιοριζω σε πεντε αισθησεις... θελω κι αλλες μου φωναζει. Και δεν ξερω τι να πω..
Μπαινω στα τραινα και και βλεπω τις εικονες εξω απο τα παραθυρα, αλλοτε φοραω σκουρα γυαλια να κρυψω την ενταση, αλλοτε παλι κοιταω τα σχηματα τα συννεφενια και γεμιζω γαλαζιο..
Ακροπατω για να βλεπω ολη την εικονα, ειναι πολυς ο καιρος που δεν την φοβαμαι... με μαθαινει να ψαχνω σε καθε πλασμα την παρουσια του θεου κι οχι την υπαρξη του... με εχει κανει να σιχαινομαι την αδυναμια και να γινομαι πολλες φορες ο εχθρος μου
Συχνα αναρωτιεμαι για το αντιτιμο των ηδονων, αλλοτε τις ακουω να φωναζουν επιτακτικα σαν βρεφη, αλλοτε θελουν καινουργιες τροφες για να μεγαλωσουν, αλλοτε κουρασμενες φωλιαζουν στην καρδια μου και με γλυκοναρκωνουν. Αλλοτε καινε το στομα θελοντας νερο και με πηγαινουν σε κοσμους καινουργιους, μεχρι να τους γνωρισω να κατακτηθω ή να τους κατακτησω.
Μου φωναζουν να γινω πειρατης, να μπω σε αλλα καραβια για να αδραξω τους καρπους που κρυβονται εκει περα...
Με κανουν τοτε να αναρωτιεμαι με τους φοβους μου, φοβαμαι για εμενα ή τους αλλους;
Και τα παραθυρα ανοιχτα μες τους νησιωτικους αερηδες γιατι να με φοβιζουν ταχα; αφου πειρατης γινομαι πολλες νυχτες...
Ειναι και φορες που ξυπναω με την αισθηση πως πεταω, διαμαρτυρομαι τοτε γιατι κοπηκε αποτομα η εικονα. Δρομος, δρομος που ανοιγεται εμπρος μου και φοβαμαι παλι πως γρηγορα θα σβησω, φοβαμαι μην δεν κανω πραγματα κι οχι αυτα που εχω κανει.
Ανατριχιαστικη γοητεια, καθηλωνομαι στον καρπο σου, γευομαι και σε κοιταζω διχως να χορταινω την διψα, οι ηδονες ειναι βαμπιρ που ευκολα θεριευουν, βγαζουν δοντια και ρουφουν, μεχρι να πιασουν μαζα.
Ανεβαινω στις ταρατσες και φανταζομαι τις ταρατσες του κοσμου, αχ, πως ηθελα να κλεισω μεσα μου την αισθηση, το μαλακο σας χρωμα. Να γινω αορατη για λιγο, να τρυπωνω κατασκοπικα να βλεπω κι αλλες σκεψεις, να απαλυνω την θλιψη και τον φοβο σας, να αλλαζω φυλλα και να χωνομαι διαρκως να καταλαβω που ειναι το οριο που αλλος εχει βαλει.
Βλεπω, ακουω, μυριζω, γευομαι, αισθανομαι τα αφηνω ελευθερα να δρεψουν αυτα που εκεινα θελουν, μεχρι να γινονται παιδια, πισω, εκει που ξεκινησε το ταξιδι.
Ενας λαμπερος σαμανος με λουζει με χρυσαφενια υλικα και τοτε λαμπυριζω, με αφηνει επειτα σε κοιλαδες ονειρικες ή αλλοτε καταξερες κι ερημους. Μα παλι ψαχνω τους καρπους, λες και ενα λυτρωτικο χαδι του θεου θα με γαληνεψει εκει και θα μου ανανεωσει τον χρονο μου πανω στη γη, λες και θα γινουμε ενα, ενα με το ελευθερο, ενα με το ωραιο, πισω, πολυ πισω, εκει που ξεκινησε το ταξιδι.