Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016


Ένα τσιγάρο δρόμο είχαμε για την ανάβαση στο βουνό, στο φαράγγι, ένας αετός κοιτούσε τα βήματα σου, όπου πατούσες άνθιζαν πανσέδες, το νησί δεν είχε μάθει σε τέτοια άνθη, μόνο στην άγρια ρίγανη και το φασκόμηλο, μιλούσες και τα σύννεφα έφτιαχναν σχήματα κι εικόνες, σε θαύμαζα που δεν φοβόσουν τον θάνατο, ούτε την ζωή, ότι σε δείλιαζε ,ήταν αν θα μπορέσεις να κρατήσεις μέσα στην ζωή σου τα λόγια του πατέρα σου, αυτό μου άφησες κληρονομιά κι ας απεχθάνομαι αυτήν την λέξη, λίγο ύπουλη είναι και κρύβει παγίδες, όμως τώρα πατέρα, σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό και δειλή αισθάνομαι, καθώς κοιτάζω τους πανσέδες μέσα στα μάτια σου σε μια φωτογραφία παλιά, αναρωτιέμαι φωναχτά, θα μπορέσω άραγε να κρατήσω στην ζωή μου τα λόγια σου, ώσπου να κλείσουν τα μάτια μου, θα μπορέσω; -Του πατέρα

H Bερενίκη, κατοικούσε αλλού, της άρεσε να κοιτάζει τους τάφους στα κοιμητήρια, της άρεσε να παρακολουθεί το άνοιγμα των πτωμάτων σε αίθουσες φοιτητών της ιατρικής, της άρεσε να θυσιάζεται για τους άλλους σαν να εκτελούσε κάποια αποστολή, δεν είχε ερωτευτεί ως τα 30 ,αλλά συχνά πυκνά ,εκτελούσε ερωτικές ασκήσεις στα κρεβάτια αγνώστων, δώρα της μιας νύχτας. Μια ημέρα, που άκουσε σε μια ταβέρνα τον Μάρκο να τραγουδάει, φλόγες τύλιξαν το κορμί της, από την μια η μουσική, από την άλλη ένας ψηλός άντρας με μάτια γιασεμιά, χόρευε θαρρείς ως το ταβάνι, την έκαναν να τα χάσει, ξέχασε αμέσως το φλερτ της με τον θάνατο κι ερωτεύτηκε εκείνον τον άντρα. Του δόθηκε σαν να παραδίδεται για πάντα, εκείνος το κατάλαβε, αλλά γρήγορα φοβήθηκε από το τόσο πάθος, απομακρύνθηκε σιγά σιγά ενώ η Βερενίκη έχανε τον κόσμο από τα μάτια της. Γιατί κοιτούσε με τα δικά του μάτια. Ένα βράδυ, ήπιε τόσο κρασί, σε εκείνην την ίδια ταβέρνα, που γύριζαν τα σπλάχνα της σαν φίδια, πήγε στην θάλασσα, βρήκε κάτι παλιές βάρκες και ξάπλωσε από κάτω τους. Όλοι έλεγαν πως τρελάθηκε ,αλλά εκείνη, ήξερε καλά πια, πως 30 χρόνια φλέρταρε με τον θάνατο, όταν ερωτεύτηκε απλά του παραδόθηκε. Έγινε σύντομα ένα ακόμη επείγον περιστατικό. Αλλά σε εκείνο το λευκό δωμάτιο του νοσοκομείου, έβλεπε μπροστά της τον άντρα με τα μάτια γιασεμιά κι άκουγε από το βάθος του διαδρόμου τον Μάρκο να τραγουδάει. Γελούσε και τραγουδούσε μαζί του..αυτό έγινε για μερικά χρόνια. Ώσπου ο συνταγματάρχης του θανάτου την πήρε τρυφερά στα χέρια του. (Δεν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, μόνο έρωτας, πόνος και θάνατος), του είπε ενώ αυτός ήδη τραβούσε την λευκή του κάπα για να την σκεπάσει.. -Η σύντομη ιστορία της Βερενίκης

Από παιδί ,υπήρξα χαοτική σαν προσωπικότητα, δυνάμεις αντίθετες πάλευαν μέσα μου, ωστόσο ,αυτό δεν με εμπόδιζε να ξέρω πως όσο ωρίμαζα θα αισθανόμουν νεότερη, φυσικά αυτό δεν είχε να κάνει με την απαισιοδοξία μου, μπορείς να πεις γεννήθηκα απαισιόδοξη, όμως επίσης πάντα εκεί που κυλάω στα σκοτάδια βλέπω καλά πως κάπου υπάρχει φως. Αυτό το φως βλέπω καθώς τα ραδιόφωνα παίζουν συνέχεια τον Lazarus ενώ γνωρίζουμε όλοι τον φυσκό θάνατο του δημιουργού του. Θαυμάζω τον άνθρωπο που έπαιξε με τον θάνατο του και τον έκανε τέχνη, όσο αυτό το σκέφτομαι, τόσο μεγαλώνει το χάος μέσα μου και γύρω μου. Αλλά, ο θαυμασμός στην τέχνη κάνει το χάος να φωνάζει βαθιά μέσα μου και να μου λέει <<κάνε με κάτι>>, να λέει <<κάντε το κάτι>>. Η ευγνωμοσύνη και ο θαυμασμός μου σήμερα, πήραν ύψος αλλόκοτο.. Είναι αρκετά αυτά, ώστε να καταλαβαίνω την δύναμη της ζωής μέσα από αλλεπάλληλους μικρούς ιλίγγους.. -Ραδιόφωνο

Δεν πρόλαβα να σε ερωτευτώ γιατί αμέσως σε αγάπησα, ο κίνδυνος μεγάλος ήταν, για μια αμοιβαία κατάρρευση, έτσι, έφυγα μέσα στην νύχτα ,κρατώντας ένα μαύρο λουλούδι στην καρδιά. Αυτό κοιτάζω κάθε φορά στον καθρέφτη μου. -Το γενναίο, άτιτλο

17 Ιανουαρίου στις 5:50 μ.μ. · . Όταν η Χ. έμαθε πως πέθανε ο Κ., αυτός που είχε αγαπήσει πραγματικά , (ήταν αυτός που της έμαθε πως ο έρωτας δεν έχει εξουσία εκτός της απόλυτης παράδοσης των υποκειμένων σε ένα κόκκινο και μπλε ποτάμι που το έλεγαν αθανασία ), πήρε την απόφαση και μπήκε στο σπίτι των συγγενών του ένα βράδυ. Μπήκε με πολλές προφυλάξεις και διέταξε την καρδιά της να της δείξει που ήταν κρυμμένη η τέφρα του , αυτό έγινε άμεσα και χωρίς δυσκολία. Έβαλε στο λευκό της μαντήλι κομμάτια της τέφρας και πήγε στο σπίτι της. Ξάπλωσε στο πάτωμα και άφησε τον πόνο της να σπάσει όλα τα τείχη που έκρυβε όλους τους εαυτούς της. Ακούγοντας την αγαπημένη τους μουσική, τον έφερε μπροστά της , η εικόνα του διαπερνούσε τους οφθαλμούς της και έτρεχε σε όλα τα εκμαγεία της μνήμης της. Άρχισε να τρώει σιγά σιγά κι απαλά την τέφρα του, η τέφρα δεν μοιάζει με την άμμο, ήταν σαν μικρές άπειρες σπασμένες πέτρες, κάποιες από αυτές, έγδερναν την γλώσσα της κι άλλες διέσχιζαν τον λάρυγγα με δυσκολία.. Όταν τελείωσε την τελετή αυτή, ήρθε ένα κύμα και την τύλιξε που έμοιαζε με αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ευγνωμοσύνη ή ευτυχία. Την στιγμή που τελείωνε η μουσική στο πικάπ, τον είδε δίπλα της. Της έπιασε τα χέρια και τα φίλησε, της μίλησε για την άκρα μοναξιά των ανθρώπων όταν ήταν ερωτευμένοι. Της μίλησε πως ο ίδιος αιωρείται , πως οι δυο τους ήταν ένας κοινός αντικατοπτρισμός, πως όφειλε να της το πει, πως η αγάπη τους δεν υπήρξε σαν τίτλος ή σαν πολλές λέξεις που όφειλαν την ύπαρξη τους σε έναν χυδαίο συναισθηματισμό. Δεν είχε δάκρυα, παρά μονάχα ευτυχία και ολοκλήρωση, καθώς τον άκουγε. Έπειτα χάθηκε από μπροστά της αφήνοντας πίσω του ένα μεθυστικό άρωμα σπάνιων ρόδων μιας κοιλάδας του πουθενά και του ποτέ. Η Χ. δεν είχε ποτέ ενοχές όπως έχουν οι περισσότεροι ερωτευμένοι απέναντι στο αντικείμενο του πόθου τους. Αποφάσισε να ασκητέψει. Έκλεισε τα παράθυρα και κλείστηκε στο σπίτι της κόβοντας το τηλέφωνο και κάθε δίοδο επικοινωνίας με το εξωτερικό της περιβάλλον. Μια δυνατή μυρωδιά τριαντάφυλλων και η απουσία της, έκαναν την γειτόνισσα να την αναζητήσει. ΜΕτά από επίμονες κλωτσιές στην πόρτα κατάφερε να την σπάσει και να μπει μέσα. Εκεί, χυμένη στο πάτωμα είδε ανθρώπινη τέφρα. Αυτό επιβεβαίωσαν οι αστυνομικοί που εξέτασαν τον χώρο.. Αυτό που δεν είχε εξήγηση ήταν το από που ερχόταν αυτή η επίμονη μυρωδιά των ρόδων.. Και η τυπική εξαφάνιση της Χ. Φυσικά, κανείς δεν την είδε από τότε... -Ένα παραμύθι για μεγάλους

Ληπηθείτε βαθιά, εκείνους που έχουν κάνει τα μπαρ ναούς και ποτέ δεν άναψαν μέσα τους ένα κεράκι

Όταν χορεύω για εσένα, είναι σαν να σε προλογίζω σε όλα τα άψυχα και έμψυχα όντα. Όταν χορεύεις για εμένα , είναι σαν να διαβάζεις ότι προλόγισα πίσω από τον καθρέφτη. Από δωμάτιο σε δωμάτιο, η θερμοκρασία ανεβαίνει, ενώ η ζώσα πραγματικότητα, σταματά να υπάρχει, λες και κάποιος αόρατος διακόπτης την σταματάει απότομα

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016


Βρεθήκαμε στα δρακόσπιτα, από ένα ύψος του βουνού ,μας κοίταζε ένα αστέρι, φυγάδευσα το εγώ μου, μέσα σε κλαδιά μπερδεμένα, που μιλούσαν όλες τις γλώσσες του ανθρώπου, αυτό νόμιζα πως κατάλαβες ,όταν μου έπιασες το χέρι. Και μια μαγεία ντύθηκε το τοπίο κι εμείς. Μα ύστερα, μια σαύρα μας επιτέθηκε που ήταν πράσινη, δεν μπορέσαμε να αρθρώσουμε λέξη μπρος στον κίνδυνο, καθώς οπλισμένη ήταν η γλώσσα της με αφιόνι. Δεν ήταν που μας πόνεσε το υγρό της, ήταν που μας χάλασε την μαγική στιγμή. Κι όλες οι γλώσσες του ανθρώπου χάθηκαν και μιλήσαμε την μία, αυτή που για όλους είναι κοινή.. Αυτήν που χρησιμοποιούν για τα απαραίτητα της συμβίωσης και της επιβίωσης. Φόρεσα ένα παλιό ρούχο, τρύπιο κάπου κάπου, από τον καιρό. Αυτό, που με κρατούσε σε επαφή με τον παλιό κόσμο. Κι αφού λυγίσαμε, ο καθένας για τους λόγους του, έφυγα τρέχοντας ,προσπαθώντας στις πτυχές του ρούχου μου, κάτι από την μαγεία να κρατήσω. Έτσι μισόγυμνα τα χέρια μου, έπιαναν τα μάτια μου, τους φώναζαν κοίτα, μα τα μάτια κουρασμένα ήταν από όλες τις εικόνες. Κι έφυγα από τα δρακόσπιτα, καπνίζοντας , όσο αντέξω είπα, μαγεία ζήτησα κι όχι κανόνες επιβολής ή υπομονής.. Κανείς να μην λυπάται τον άνθρωπο που διαλέγει την μοναχικότητα, είναι η μαγεία που τον κρατάει ακόμη στην ζωή, αυτήν ζητάει να κρατήσει όρθια. Ορφανός από ανθρώπους, κάποιος μπορεί να ζει, όχι όμως χωρίς αυτό, που τον κρατάει όρθιο και έκθαμβο από την ομορφιά. Η ομορφιά λιτή κι απέραντη είναι, το ρούχο μου να κρατήσω, όσο πάει θα μείνω, ώσπου το φιτίλι που με κρατάει να καεί... -Παραμυθοποιήματα της ανάβασης

Έπεσε η Τροία, πνίγηκα στο θαμπό ανάγλυφο της, καθώς έπεφτε, ένας κρότος κι ένα παραλήρημα, ακούστηκε, ως τον ουρανό. Δεν έχει σημασία τι γράφει κάποιος, αλλά το τι βιώνει, καθώς γράφει. Έτσι, οι λέξεις γρήγορα ξεχνιούνται στο κύλισμα του χρόνου, γρήγορα θα τις ξεχάσεις , όμως στα ελάχιστα δεύτερα που σου χρειάζονται για να νιώσεις την ψυχή που είτε γελάει είτε κλαίει, αυτό που θα νιώσεις, αυτό θα είναι το επίμετρο και η αρχή του γραπτού και του γράφοντος. Η επιδερμική διαδικασία μιας ανάγνωσης δεν ενδιαφέρει. Η χώνεψη της διαδικασίας της γραφής, δεν ενδιαφέρει. Αυτός που μόνο συλλέγει λέξεις θυμίζει μια έκθεση ιδεών που σκορπίζονται στον χρόνο. Έπεσε η Τροία, κρότοι και σπινθήρες από οργή με τύλιξαν στην θέα, η καρδιά μου σταμάτησε στο στήθος καθώς την έβλεπα να χάνεται , για λίγο χάθηκα και μετά επανήλθα. Σαν άνθρωπος πια, σκέφτηκα την αόρατη φυλακή των αισθημάτων καθώς αυτά δεν αγαπήθηκαν από κάποιον άλλον, ναι, σημασία έχει να νιώθεις αλλά και να μπορείς να δεις κατάματα μια ήττα. Μια ήττα στην ανθρώπινη προσέγγιση, σημαίνει την αποδοχή πως δεν μπορείς να ελπίζεις πια για αυτό που υπέστη την ήττα. Ναι, οι άνθρωποι προχωρούν, αλλά καμιά φορά πηγαίνουν προς τα πίσω. Ναι, καμιά φορά οι άνθρωποι ελπίζουν στην ουτοπία της ανθρώπινης περιπέτειας, πως πέραν των αυθόρμητων αποκλείσεων από όσα ξέρουν, υπάρχουν κι άλλα που δεν μπορούν να τα μοιραστούν, γιατί σημασία έχει η κατανόηση, σημασία έχει η γνώση... Αλλά τι θα είναι η γνώση αν ο δρόμος έχει αποκλειστεί από το παγκόσμιο μάτι; Αν έχει αποκλειστεί από την διάθεση του να μοιραστείς με τον άλλον όσα βλέπεις κι όσα ξέρεις; Θα σου πω το προφανές, οι άνθρωποι καταλαβαίνουμε όσα θέλουμε να καταλάβουμε, όσα δεν μας ξεβολεύουν, από την καχυποψία, από την έπαρση, από την μηχανή που έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε... Έτσι καθώς χαιρετώ με οδύνη την Τροία , μην σκεφτείς για μένα κάτι άλλο, ότι μετράει για εμένα, είναι η Τροία που έζησα, που αγάπησα, που πόνεσα και με πόνεσε, δεν είναι οι λέξεις και τα λοιπά ευχολόγια. Αν μπορούσα με αυτά που γράφω, να σώσω μια Τροία ,όλα θα τα έκαιγα. Γιατί λέξεις θα ξαναβρώ, διαβάζοντας, παρατηρώντας, ανοίγοντας λεξιλόγια , όμως ότι αγάπησα βρίσκεται στο μυαλό και την καρδιά μου. Αυτά είναι όλο μου το τοπίο, αυτό δεν θα ξαναβρώ αν η μνήμη μου τα σβήσει. Αυτό που αναρωτιέμαι είναι, ξέρουμε όλοι τα τοπία που κουβαλάμε; Μείναμε στις λέξεις, από τις πράξεις κρατήσαμε ότι νομίζαμε πως καταλάβαμε, γρήγορα όμως κι αυτές θα ξεχαστούν, γιατί εδώ σου λέω, η Τροία έπεσε.. Αγάπησε και αγαπήσου, μόνο αυτό θα μείνει κάτω από τις στάχτες και την σκόνη.. Κι αν σου έχει μείνει λίγο αίμα, κράτα το γερά στις αρτηρίες, είναι πολύτιμο για την ανθρωπότητα που άρρωστη κείτεται σε ένα κρεβάτι.. Περιμένεις με τις λέξεις να σωθεί; Αβέβαιη πια η ίαση.. Ας οπλιστείς με υπομονή.. -Η οργή του Δεκέμβρη

όλα τα σε αγαπώ, τα ΄κανα μαργαριτάρια στον λαιμό, έτσι από πεθυμιά, ή από μεγάλη σκανδαλιά, τα βήματα μου τα κρατώ, για ένα δρόμο λαμπερό, που γλίτσα δεν θα έχει πια, ούτε και τρομερή κατηφοριά. Αναπαύσου εν ειρήνη ότι κι αν γίνει, σίφουνας κόκκινος προς Δυσμάς μα και προς Ανατολάς, ένα τραγούδι θα σου πω και θα είναι λαικό, γιατί τα τζαζ φορέθηκαν πολύ κι αυτό δεν είναι ευγενικό μα ούτε για μένα ανεκτό, παίξε μαζί μου πεταλούδα και γέλα όσο μπορείς, περιπέτεια σαν κι εμένα δεν θα βρεις. Μαντινάδα της μηλόπιτας- Υγ, κυριολεκτικά ,συνέβη, ενώ σκάρωνα μια μηλόπιτα , μην την πάρετε σοβαρά γιατί θα μυρίζετε κανέλλα

Το Καλοκαίρι είχα έναν πατέρα, τον Χειμώνα μια μητέρα, ενδιάμεσα είχα εμένα, με έψαχνα παντού, κρυμμένη πίσω από την πόρτα της ντουλάπας, παίζοντας μόνη μου κούκλες που είχαν ρόλους δραματικούς, με τραβούσε το δράμα, ακόμη με τραβάει, με πίεζε προς τα επάνω, έψαχνα να βρω κάποιο ανάστημα, με πίεζε η αυλή και το υπόγειο, κοιτούσα για ουρανό, κοιτούσα πως θα ξεφύγω από τις μικρές ανόητες ιστορίες της γειτονιάς, κοιτούσα το Καλοκαίρι τα γιατσέντα και τα κρινάκια της άμμου στο νησί κι έβρισκα ανάστημα, ο θείος ο καπετάνιος, είχε φέρει ένα κουτί που όταν το άνοιγες γύριζε γύρω γύρω μια μπαλαρίνα κι ακουγόταν μουσική, είχε φέρει κασετίνες που κι αυτές τις άνοιγες κι έπαιζε μουσική, δεν μου άρεσε αυτή η μουσική, εμένα με τραβούσαν τα δράματα, ο πατέρας που ζητούσε την μητέρα, το ζήτημα του αναγκαστικού χωρισμού, με πονούσε και με κέντριζε, έψαχνα όλα τα κατατρεγμένα πλάσματα και τα έκανα φίλους, ήθελα να τους δώσω ανάστημα καταλαβαίνεις, αυτό έψαχνα, ήθελα ανάστημα, όταν πέφτεις πολύ κάτω είσαι έτοιμος να ανέβεις ψηλά, μισούσα τις γιορτές και τις παρελάσεις, λάτρευα τα κραγιόν στις θεατρίνες, λάτρευα την μυρωδιά στα θέατρα, τις παύσεις στους διαλόγους, τα ρούχα, το ημίφως, την βροχή έξω, να ακούγεται ροκανίζοντας τα τζάμια, ήμουν αλλού, με ρουφούσαν τα πάντα, σε όλα έψαχνα εμένα, εσένα, έψαχνα να ξεφύγω από τον πατέρα και την μητέρα, ζωγράφιζα μαύρα σκίτσα, γελούσα κι έκλαιγα με σπαραγμό, έχεις γελάσει με σπαραγμό, ξέρεις τι είναι να μην θέλεις να ξημερώσει η άλλη ημέρα για να κρατήσεις μέσα σου λίγη ομορφιά, από τότε αποφάνθηκα για εμένα , πως δεν θα με έβρισκα ποτέ, τώρα κάτι ξεθαρρεύει, αλλά το ζώο που κατοικεί κάτω από την σάρκα μου, δεν μου αφήνει παρά ελάχιστα, έτσι θα ζήσω, έτσι θα γίνω, γυρεύοντας ένα ανάστημα που το είδα ελάχιστες φορές, ελάχιστες στιγμές, τσουλήθρες στα σύννεφα, αντισυμβάσεις, πέταλα λουλουδιών που ανοιγοκλείνουν, όπως τα πόδια μια γυναίκας, σκύλοι που χαμογελούν στον δρόμο, άνθρωποι μουντοί και μαραμένοι, εγώ στα νεκρολούλουδα, εγώ στο αίμα, στον δρόμο με τις ορτανσίες, με μια γκέισα, με έναν σαμουράι, με μύθους, στίχους, απορίες κι ακροβασίες στο ελάχιστο... -χωρίς ανάσα

Το πνεύμα σε ανεργία, ονειρεύεται λαθραία καράβια, το ξημέρωμα ,ένα γαλάζιο πτώμα θα αναδυθεί, φορώντας φύκια και κορδέλλες αναγνώρισης. Οι σχολές των επίδοξων εραστών, στα μέσα μαζικής απονεύρωσης, ακυρώνουν την σκιά και τον εαυτό τους. Το εκκολαπτήριο της ελευθερίας ,πάντα ζητάει λύτρα κάτω από ένα μοιραίο χαμόγελο

όποιος νομίζει πως με ξέρει, να με ταίσει μέλι, όποιος με θυμώνει ,να γίνει στον αέρα μπαλόνι, ύστερα από αυτά ,σημασία δεν θα έχει πια, κατά μόνας , κατά πόδας, αυτά θα έχει πάντα η ζωή, γύρνα λίγο την συρταρωτή να σου στείλω ένα φιλί, να σου δώσω μια ματιά να την γυρίσεις στα ζώα και στα παιδιά.. Μαντινάδα του παιδιού

Βρήκα το σχήμα μου, χαραγμένο μέσα σε μια θολωτή σπηλιά, ερπετά κροτάλιζαν ερχομούς και ευχές για τους λυπημένους, άγγελοι έπαιζαν άρπα και λύρα της Κρήτης, ο Ήφαιστος με τον Προμηθέα, μου εξιστορούσαν εικόνες και λέξεις, ο Οδυσσέας ,χαμένος ακόμη στην παραζάλη των Σειρήνων κοιτούσε με μάτι τρομαγμένο, ποιος είναι ο ερχομός που τρομάζει τους ανθρώπους; Αυτό προσπαθούσαν να ερμηνέψουν έξω από την θολωτή σπηλιά, ζουμπούλια και κυκλάμινα έσταζαν φως επάνω στο άμοιρο σχήμα μου, δίχως μοίρα, δίχως στέγη, εκτός από ουρανό, όλα μου τα αρχαία πτώματα, κι εγώ μαζί τους ένας πεσόντας πριν την ώρα του, μα ποιος ορίζει τον χρόνο εκτός της στιγμής, μα ποιος διαβάζει τα αληθινά γεγονότα, εκτός από μια ορχήστρα λυρική που ανεβαίνει στα ταβάνια; Οι ποιητές ερωτεύτηκαν λένε το χάος και τις ορδές των προσφύγων, ο μισός πλανήτης μετακόμισε, ο άλλος φτιάχνει τα νύχια του σφυρίζοντας και το σχήμα μου μέσα στις Καρυάτιδες και τις γκέισες ακόμη να παλεύει, η ζωή τρέχει, η ζωή κερνάει εκπλήξεις ολισθηρές και τα πρόβατα έξω από την δική μου σπηλιά δακρύζουν, έτσι αθώα τα βρήκε ο χαμός και ανέτοιμα, ανοίγω την γλώσσα μου και την μοιράζω να βρουν κάτι για να πουν, μα αυτά αδύνατον να το κάμουν, παίρνω το σχήμα μου , το φουσκώνω αέρα και παίζω μουσική, φτιάχνω νότες να χορέψουν οι δούλοι κι οι ζητιάνοι για λίγο φως, ένα δέρμα έμεινα εδώ, μην με ζητάτε, κανείς πια, ούτε φίλος, ούτε εχθρός, μήτε οι θεοί των ανθρώπων ας με προστρέξουν, έτσι γεννήθηκα, με μια στέγη ουρανό και σύμβολα πεσμένα. Να κρατήσω τον εαυτό μου, να κρατήσω ότι αγάπησα και με αγάπησε, ύστερα το απόβραδο θα βάλω φωτιά στους μυθικούς ήρωες, ψέματα είπαν, όλα χάνονται μέσα στις ώρες των βάνδαλων και των φονιάδων, μα εδώ αφήστε με εμένα, δεν ζητώ την ιστορία να εξηγήσω, τα ανθρώπινα με ενδιέφεραν κι οι ποιητές που χάθηκαν από το μισοφέγγαρο, το ΄ήπιαν λαίμαργα κι έμειναν ματαιόδοξοι, μέσα στα βιβλία και τα κόκαλα, ανοίγω τώρα δρόμο μέσα στην σπηλιά, αν βρείτε τον Διογένη πείτε του πως τον έψαξα, μα απόκριση δεν έλαβα καμιά, μονάχα σχήματα κι ελπίδες που τα ρούφηξε η σκόνη.. -Η στέγη της λύπης-

Η αλήθεια είναι πως η θάλασσα έχει μνήμη και ακούει τις λέξεις. Από την πρώτη στιγμή που έριξαν μέσα της τον τελευταίο άνθρωπο της Παταγονίας , οι έκφυλοι αποικιοκράτες του πολιτισμού ,κατάλαβε την τραγωδία της ανθρώπινης περιπέτειας. Ο ιθαγενής χάθηκε και δεν πίστευε στον θεό, πίστευε στην θάλασσα, ο πρόσφυγας στις μέρες μας χωρίς κανό αλλά με μια πλαστική βάρκα πιστεύει στην θάλασσα για μια καλύτερη ζωή, πνίγεται στα νερά του Αιγαίου για μια ελπίδα που επίσης σύγχρονοι αποικιοκράτες του την κόβουν για πάντα. Το νερό,έχει μνήμη ,την μνήμη του φοβάμαι από τα εκατοντάδες πτώματα που έχει φιλοξενήσει και διαβάσει με την υπομονή του σοφού αγνωστικιστή. Εύχομαι την νέα χρονιά να γίνει κάτι για να ησυχάσει η θάλασσα, αυτή θα μας τελειώσει,οχι εμείς αυτήν. Εύχομαι να αλλάξει η ροή της ιστορίας από τα γνωστά αυλάκια, εύχομαι να αναστηθεί ο ινδιάνος κι όλοι όσοι χάθηκαν από τους πολιτισμένους άγριους της γης. Εύχομαι επίσης όσοι έβλαψαν με τέτοιο τρόπο την εξέλιξη της ανθρωπότητας να πληρώσουν ακριβά γιατί ποτέ δεν πλήρωσαν. Αυτό ελπίζω και παρακαλώ. Τα υπόλοιπα σε προσωπικό επίπεδο εδώ που τα λέμε μου είναι ενδιαφέρον αλλά όχι τόσο όσο αυτά που προανέφερα. Έχω καταλάβει πως ήρθα από το νερό. Μακάρι να το καταλάβουν και τα ανθρωποειδή που φορούν την μάσκα του ανθρώπου.. είθε ο καθένας μας ετούτη την χρονιά ,να παραλάβει τα χρέη,τις απολαύσεις και την ευτυχία που του αξίζει....

Είναι αβέβαιη η ανθεκτικότητα μας στα πράγματα ,καθώς ο χρόνος ξερνάει πεσμένα κάστανα, σταφύλια που δεν πρόλαβαν να μιλήσουν στην γλώσσα, φίλοι που έφυγαν για πάντα κι εμείς πρέπει να μάθουμε να λέμε πως πέθαναν* κι όμως, φίλοι καινούργιοι έρχονται , ξαποσταίνει λίγο η αγωνία του αύριο με τις αγνές τους προθέσεις, εμείς επιρρεπείς στο συναίσθημα ,όπως το ζώο που αναζητά την τροφή, οι γήινες τροφές κι οι άλλες, οι εποχές που ήταν βελούδα κι αυτές που φορούν αγκάθια, η βροχή που χυμάει στο χώμα, η ατέλειωτη δίψα μας για την αλήθεια και το ωραίο , σαν τυπικά δείγματα του νεανικού ιδεώδες, ενώ η αγάπη καθώς σφουγγίζει τα δάκρυα μας μοιάζει σαν μια ψιλόλιγνη γυναίκα που κινάει με βήματα γρήγορα έναν λανθάνων ίλιγγο, αυτή μας ορμηνεύει για την ετοιμότητα που χρειάζεται να έχουμε για τον θάνατο, τις αποχωρήσεις και την πλήρη μας διάλυση στο άγνωστο... Για τον καθένα μας υπάρχει ένας κήπος, πιο ωραίος γίνεται όμως όταν τον μοιραζόμαστε.. Ναι, όσο μεγαλώνουμε πολλά ξέρουμε, αλλά υπάρχουν κι άλλα που περιμένουν να ανοίξουμε τα μάτια μας και να τα δούμε, αυτός που θα πει, όλα τα είδε, αδύναμος είναι κι εγωιστής.. Ιανουάριος του 2016

Ένα τσιγάρο δρόμο είχαμε για την ανάβαση στο βουνό, στο φαράγγι, ένας αετός κοιτούσε τα βήματα σου, όπου πατούσες άνθιζαν πανσέδες, το νησί δεν είχε μάθει σε τέτοια άνθη, μόνο στην άγρια ρίγανη και το φασκόμηλο, μιλούσες και τα σύννεφα έφτιαχναν σχήματα κι εικόνες, σε θαύμαζα που δεν φοβόσουν τον θάνατο, ούτε την ζωή, ότι σε δείλιαζε ,ήταν αν θα μπορέσεις να κρατήσεις μέσα στην ζωή σου τα λόγια του πατέρα σου, αυτό μου άφησες κληρονομιά κι ας απεχθάνομαι αυτήν την λέξη, λίγο ύπουλη είναι και κρύβει παγίδες, όμως τώρα πατέρα, σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό και δειλή αισθάνομαι, καθώς κοιτάζω τους πανσέδες μέσα στα μάτια σου σε μια φωτογραφία παλιά, αναρωτιέμαι φωναχτά, θα μπορέσω άραγε να κρατήσω στην ζωή μου τα λόγια σου, ώσπου να κλείσουν τα μάτια μου, θα μπορέσω; -Του πατέρα