Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα όταν άρχισε να γράφει τηλεγραφήματα στους πεθαμένους. Λουρίδες ουρανού στραφτάλιζαν αστέρια έξω από το παράθυρο. Όλα ήταν στεγνά. Άδεια. Η αυλή. Σχεδόν και τα δωμάτια του σπιτιού. Κάθε Χριστούγεννα έγραφε αυτά τα σημειώματα και τα άφηνε δίπλα στο τζάκι. Μόνη εδώ και αιώνες με λίγες εξεργέσεις των ζωντανών προσώπων ενάντια σε αυτήν την μοναξιά. Την δική τους και την μοναξιά της χώρας. Βασικά έμενε ζωντανή μόνο και μόνο για να πάρουν αυτά τα τηλεγραφήματα. Αλλά πάντα έμεναν εκεί, στο παλιό τραπέζι. Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα όταν ένιωσε εκείνο τον πόνο στο στήθος. Μεγαλειώδης , σουβλερός και σταθερός, την άνοιξε σχεδόν στα δύο. Έπεσε κάτω χωρίς να προλάβει να βγάλει μια φωνή. Και καθώς έφευγε από την ζωή πρόλαβε να δει τον πατέρα της όρθιο και στιβαρό όπως τότε, νέο με ένα τσιγάρο στο αυτί να παίρνει το ένα τηλεγράφημα και να διαβάζει. Έγραφε, <<η ζωή μου είναι αδύνατη και ανεπιθύμητη χωρίς εσάς>>. Έπειτα τον είδε σκυμμένο από πάνω της και της είπε. <<Οι λέξεις δεν μπορούν να φέρουν έναν νεκρό πίσω, μόνο η ζώσα ανάμνηση>>. Της έκλεισε τα μάτια κι έφυγε. Έξω τα παιδιά περι΄μεναν κρυφά να δουν τον Άγιο Βασίλη να τους φέρνει τα δώρα. Πιό πολύ ήθελαν να τον ευχαριστήσουν με ένα μπισκοτάκι για τα καλά που έκανε, γι αυτήν την χαρά που ομόρφαινε την χρονιά τους μαζί με το Καλοκαίρι. Τα τηλεγραφήματα εκείνη την στιγμή έπιασαν φωτιά. Έτσι ξαφνικά. Κι έτσι ξαφνικά έγιναν μια στάχτη που χάθηκε κι αυτή . Οι όμορφοι άνθρωποι καίγονται ομορφα. Αυτό έμεινε σαν επίμετρο. Ο ουρανός κρατούσε στα σεντόνια του εκατομμύρια αστέρια κι οι πλανήτες δεν ήταν ακριβώς ασάλευτοι. Στο πλησίασμα των γιορτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου